Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

28/10/2012 - ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ Το Ευαγγέλιο Κατά Λουκάν (η΄ 41–56)

Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, ήλθε προς τον Ιησού κάποιος, ονομαζόμενος Ιάειρος, ο οποίος ήτο αρχισυνάγωγος, και έπεσε εις τα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να έλθη εις το σπίτι του, διότι είχε μια
μοναχοκόρη, ηλικίας περίπου δώδεκα ετών, που ήτο ετοιμοθάνατη.
Ενώ δε ο Ιησούς επήγαινε, ο κόσμος τον συνέθλιβε. Κάποια γυναίκα, που έπασχε από αιμορραγίαν δώδεκα χρόνια και είχε εξοδέψει όλην την περιουσίαν της σε γιατρούς και δεν μπόρεσε να θεραπευθή από κανένα, ήλθε κοντά του από πίσω, άγγιξε την άκρη του ενδύματός του και αμέσως εσταμάτησε η αιμορραγία της. Και ο Ιησούς είπε, «Ποιός με άγγιξε;». Επειδή δε όλοι το ηρνούντο, είπε ο Πέτρος και όσοι ήσαν μαζί του: «Διδάσκαλε, ο κόσμος σε έχει περικυκλωμένον και σε συνθλίβει και συ λες, «Ποιός με άγγιξε;». Ο Ιησούς όμως είπε, «Κάποιος με άγγιξε, διότι αισθάνθηκα ότι εβγήκε δύναμις από εμένα». Όταν είδε η γυναίκα ότι δεν διέφυγε την προσοχήν, ήλθε με τρόμον, έπεσε στα πόδια του, και του είπε μπροστά σ’ όλον τον κόσμο την αιτίαν, δια την οποίαν τον άγγιξε και πως αμέσως εθεραπεύθηκε. Αυτός δε της είπε, «Έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έσωσε, πήγαινε εις ειρήνην».
Ενώ ακόμη μιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του λέγει, «Η θυγατέρα σου πέθανε, μην ενοχλής πλέον τον διδάσκαλον». Ο δε Ιησούς, όταν το άκουσε, του είπε, «Μη φοβάσαι· μόνον πίστευε και θα γίνη καλά». Όταν έφθασε εις το σπίτι, δεν επέτρεψε σε κανένα να μπη μαζί του, παρά εις τον Πέτρον, τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και εις τον πατέρα του κοριτσιού και εις την μητέρα. Έκλαιγαν δε όλοι και την θρηνολογούσαν. Αυτός δε είπε, «Μην κλαίτε· δεν επέθανε αλλά κοιμάται». Και τον ειρωνεύοντο, διότι ήξεραν ότι είχε πεθάνει. Αλλ’ αυτός αφού έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και εφώναξε, «Κορίτσι, σήκω επάνω». Και επέστρεψε το πνεύμα της, εσηκώθηκε αμέσως, και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάγη. Οι γονείς της εξεπλάγησαν, αυτός δε τους παρήγγειλε να μη πουν σε κανένα τι συνέβη.

Πρωτότυπο:

Τῷ καιρῷ εκείνω, ἦλθεν προς τον Ιησούν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν.
Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μου τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.