Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΝΑ ΠΡΟΒΛΕΠΟΥΝ ΤΗ ΣΥΜΦΟΡΑ ΠΡΙΝ ΕΡΘΕΙ. ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΝ ΤΗ ΣΥΜΦΟΡΑ ΟΤΑΝ ΕΡΘΕΙ !


Ένα άρθρο που πρέπει να διαβάσουν όλοι οι Έλληνες
Εκφώνηση του κ.Στέλιου Δημητρουλάκη Αντιστρατήγου ε.α
Πραγματοποιήθηκε στο Δημαρχείο Χολαργού την 25/10/2012
Πανηγυρικός 28η Οκτωβρίου 1940 
Κύριε Δήμαρχε, Κύριοι εκπρόσωποι των Αρχών, Κυρίες και κύριοι.
Αισθάνομαι την ανάγκη, πριν προχωρήσω, να σας παρακαλέσω:
Αυτές τις μέρες της Εθνικής μας εορτής, να παραμερίσουμε, προσωρινά, τον πόνο μας. Τα προβλήματά μας. Το μακροχρόνιο μοιρολόι μας. Μοιρολόι βουβό, επίμονο, που δε μας ταιριάζει καθόλου. Δεν ταιριάζει στους Έλληνες. Μοιρολόι που τρώει αλύπητα τα σωθικά και μας καταρρακώνει. Μοιρολόι, ξέσπασμα από το δυσβάστακτο ψυχικό βάρος, που μας φορτώνει όλους, η σημερινή πολύπλευρη εθνική κρίση.
Πρέπει όμως, να ατσαλώσουμε τα νεύρα, το νου, την καρδιά μας και να κρατήσουμε για λίγο μακριά αυτό το μοιρολόι. Γιατί έχουμε καθήκον προς την πατρίδα και τους νεκρούς μας. Καθήκον ιερό, να γιορτάσουμε και φέτος την επέτειο του ΟΧΙ και να τιμήσουμε τη γενιά του 1940, που δόξασε τούτη τη χώρα και θαυμάστηκε από ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Δεν έχω πρόθεση να σας κουράσω, περιγράφοντας γεγονότα που τα γνωρίζετε από τα μαθητικά σας χρόνια. Γεγονότα μιας ηρωικής εποχής, που δικαίως μας προκαλούν ρίγη εθνικής υπερηφάνειας.
Μιας εποχής, που η μικρή Ελλάδα, ενήργησε ακριβώς όπως υπαγορεύει η τιμή και το καθήκον προς την Πατρίδα. Πολέμησε, χωρίς καθόλου να λογαριάσει το συσχετισμό Δυνάμεων και κέρδισε τον παγκόσμιο θαυμασμό.
Μιας εποχής, που αυτή εδώ η Χώρα δοξάστηκε, γιατί ο Θεός την είχε προικίσει με την άξια ηγεσία του Ιωάννη Μεταξά, που είχε το κουράγιο, υπό αντίξοες συνθήκες, να προετοιμάσει τούτο το Λαό, για μια πορεία προς τη δόξα, σε πλήρη αρμονία με την Ιστορία μας.
Μια στιβαρή ηγεσία, που με πενιχρά μέσα, αλλά με ατσαλένια θέληση, μεθοδευμένα, λιθαράκι, λιθαράκι, ισχυροποίησε τις Ένοπλες Δυνάμεις και έχτισε μια σωστή Εθνική Ελληνοχριστιανική Παιδεία.
Μια Παιδεία, που καλλιεργούσε τον άδολο πατριωτισμό και τη δίψα προσφοράς προς την πατρίδα. Τότε, το 1940, οι φτωχοί αλλά σώφρονες Έλληνες δεν έκαναν πορείες και συλλαλητήρια, δεν έκαναν απεργίες, και διαδηλώσεις, δεν έκαναν καταλήψεις και καταστροφές, δεν έγραφαν στους τοίχους. Είχαν άδειο πορτοφόλι, αλλά η ψυχή τους ξεχείλιζε ΕΛΛΑΔΑ, για την οποία ήταν αποφασισμένοι να προσφέρουν, χωρίς αντάλλαγμα, και τη ζωή τους.
Την 29η Ιανουαρίου 1941 πέθανε ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Πρωθυπουργός του ΟΧΙ, πριν προλάβει να χαρεί τη δόξα του. Την νεκρώσιμη πομπή, συνόδευσε στο Νεκροταφείο, σύσσωμος ο Λαός της Αθήνας. Η οικουμένη ολόκληρη έτρεφε τόσο θαυμασμό για το έργο και τις ικανότητές του, ώστε μόλις ανακοινώθηκε ο θάνατός του, στη Βρετανική αυτοκρατορία κηρύχθηκε εθνικό πένθος, και η Αγγλική σημαία κυμάτιζε μεσίστιος επί τρεις ημέρες.
Επηρεασμένος σήμερα, από την έκταση της εθνικής κρίσης, έκρινα, πως δε θα ήταν ούτε εύκολο, ούτε συνετό, να περιοριστώ μόνο σε ύμνους, για τους άξιους της πατρίδος, της γενιάς του 1940.
Χρειάζεται επί πλέον από μας, μια βαθειά και ειλικρινής αυτοκριτική. Να εκτιμήσουμε δηλαδή, κατά πόσον εμείς, οι απόγονοι της γενιάς του 1940, «γίναμε καλλίτεροι», όπως οφείλαμε και όπως υποσχόταν, κάθε νέα γενιά, στην Αρχαία Σπάρτη. Τι λέτε, γίναμε;
Κυρίες και κύριοι, δεν είναι πρόθεσή μου, παραμονές της Εθνικής επετείου, να προκαλέσω θλίψη και απογοήτευση. Προτίθεμαι όμως, να προκαλέσω προβληματισμό. Είναι αναγκαίος στις μέρες μας. Βοηθά τους σκεπτόμενους ανθρώπους, στην επιλογή του ορθού τρόπου συμπεριφοράς και δράσης.
Μία προσεκτική εκτίμηση της σημερινής κατάστασης, μας οδηγεί δυστυχώς στο συμπέρασμα ότι, σαν Λαός, βρισκόμαστε σε πλήρη σύγχυση. Μέσα σε ένα περιβάλλον, με υποβαθμισμένες όλες τις θεμελιώδεις αξίες, οι ορθώς σκεπτόμενοι Έλληνες, διαπιστώνουν με δέος, πως δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τη φθορά, ούτε ο γνωστός πατροπαράδοτος πατριωτισμός μας. Εκείνος ο αγνός πατριωτισμός, επί του οποίου, σε ειρήνη και σε πόλεμο, στηρίχθηκε τούτη η Πατρίδα, για να επιτύχει, με πολύ αίμα και πολλά δάκρυα, τη σταδιακή μεγέθυνση της Χώρας, την πρόοδο και την εξασφάλιση ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης. Γιατί, πρέπει να παραδεχτούμε πως τα σημερινά προβλήματα κάνουν βέβαια τη ζωή μας δύσκολη, αλλά όχι τραγική. Τραγική ζωή έζησαν, οι παλαιότερες, πριν από μας φτωχές γενιές που αγωνίστηκαν για τούτη την πολυβασανισμένη πατρίδα, τα τελευταία 180 χρόνια.
Σήμερα, ανήσυχοι, διερωτώμεθα. Τι μας συμβαίνει άραγε; Μήπως πάψαμε να αγαπάμε την πατρίδα; Χάσαμε τον πατριωτισμό μας; Γιατί, όσοι Έλληνες διαθέτουν ακόμη νου υγιή και γνωρίζουν το Γολγοθά που περνά σήμερα αυτή η Χώρα, αντιλαμβάνονται ότι, πατριωτισμός δεν είναι οι απεργίες, οι πορείες, οι διαμαρτυρίες, οι καταλήψεις, οι καταστροφές, τα γραψίματα στους τοίχους και οι λοιπές παράνομες πράξεις.
Πρέπει να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας. Επί 35 χρόνια, εμείς οι ίδιοι, με την ανεύθυνη ψήφο μας, αναδείξαμε και ανεχθήκαμε πολιτικές ηγεσίες που απεδείχθησαν ανίκανες να στηριχθούν στις αρετές των Ελλήνων και να οδηγήσουν την πατρίδα σε μια σταθερή πρόοδο, μέσα από διαδικασίες και κανόνες που πρέπει να διέπουν μια υγιή και Ελληνοκεντρική δημοκρατική κοινωνία.
Εμφανίστηκαν, με την ψήφο μας, στην πολιτική σκηνή άνθρωποι ανάξιοι, λαϊκιστές, δημαγωγοί, λαοπλάνοι, άτολμοι, τυχάρπαστοι, ψηφοθήρες, καιροσκόποι, και φιλοχρήματοι, οι οποίοι υποβάθμισαν τις αξίες της ηθικής του πατριωτισμού της θρησκείας και της οικογένειας και εκμεταλλευόμενοι στο έπακρον όλα τα γνωστά ελαττώματα της φυλής μας, καταχρέωσαν την Ελλάδα, διέλυσαν το κράτος, εφάρμοσαν παντού την αναξιοκρατία, διέλυσαν την παιδεία, πυρπόλησαν τα βιβλία της πρόσφατης Ελληνικής ιστορίας, δίδαξαν την ανομία, πρόσβαλαν βάναυσα τη δικαιοσύνη, εγκαθίδρυσαν ένα επαίσχυντο κομματικό πελατειακό κράτος, τραυμάτισαν όλους τους θεσμούς, εκτροχίασαν την Ελληνική κοινωνία και κατόπιν, όλοι μαζί, ηγεσία και απλοί πολίτες, ανεχόμενοι μία αρρωστημένη κατάσταση, που μας βόλευε, οδηγήσαμε την πατρίδα μας στο σημερινό τραγικό αδιέξοδο.
Σήμερα, αυτοί οι απερίσκεπτοι, για να αποφύγουν τις δικές τους ευθύνες, μας λένε ότι, για όλα, φταίει η Τρόικα. Η αλήθεια είναι ότι, για όλα, φταίμε μόνο εμείς.
Είναι καιρός πια να σοβαρευτούμε και να συνειδητοποιήσουμε ότι, σείονται επικίνδυνα κάτω από τα πόδια μας τα θεμέλια της πατρίδας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, η αγάπη προς την πατρίδα και ο άδολος πατριωτισμός δεν εκδηλώνονται μόνο στην περίοδο πολέμου. Εκδηλώνονται πολύ έντονα και στην περίοδο της ειρήνης.
Στη σημερινή λοιπόν, εκτεταμένη οικονομική, ηθική και κοινωνική κρίση που τείνει πραγματικά να αφανίσει τη Χώρα μας, ο σκεπτόμενος και υπεύθυνος Έλληνας πατριώτης, το ελάχιστο που οφείλει να κάμει, για να βοηθήσει την πατρίδα, είναι να συμβάλλει με όλες του τις δυνάμεις στη διατήρηση της εθνικής ενότητας, να βοηθήσει όσο μπορεί τους έχοντες ανάγκη, να ενισχύσει την οικονομία αγοράζοντας μόνο Ελληνικά προϊόντα και να είναι ο ίδιος νομοταγής.
Το 1940, ενωμένοι και μαχόμενοι, δείξαμε στην έκπληκτη ανθρωπότητα, τι σημαίνει πατριωτισμός, τι σημαίνει ηρωισμός, τι σημαίνει τιμή, τι σημαίνει Ελλάδα, τι σημαίνει Έλληνας, τι σημαίνει Πατρίδα.
Μα, σαν τι να είναι άραγε η Ελληνική πατρίδα; Που οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι γι αυτή να θυσιαστούμε ;
«Μην είναι οι κάμποι;
Μην είναι τ” άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ” άστρα της τα φωτεινά;
Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μην είναι τάχατες, τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της, χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;
Όλα, είναι πατρίδα μας! Και αυτά κι εκείνα,
και κάτι που έχουμε, μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: « Εμπρός παιδιά!»
Αυτό, ακριβώς, έκραξε η Ελληνική Νεολαία του 1940 και κατέπληξε την ανθρωπότητα. Βροντοφώναξε: «Εμπρός παιδιά, για την πατρίδα». Και το εννοούσε. Αυτή τη γενιά τιμούμε. Για αυτή τη γενιά υπερηφανευόμαστε.
Ο γνωστός συγγραφέας ΑΝΤΡΕ ΜΩΡΟΥΑ, έγραψε αυτά τα λόγια, για τον αγώνα των Ελλήνων το 1940: «Σε αυτόν τον πόλεμο, εμείς οι Δυτικοί, νοιώθουμε υπερήφανοι από το θαυμαστό θάρρος των Ελλήνων, που μας έμαθαν πώς να ζούμε, πώς να σκεφτόμαστε και πώς να πολεμούμε».
Σήμερα, δυστυχώς, φθάσαμε στο θλιβερό κατάντημα, να μας προτρέπουν οι ξένοι, να δείξουμε εθνική ενότητα και πατριωτισμό, για να σώσουμε την πατρίδα μας από την καταστροφή. Είναι, δυσαρμονία προς την ιστορία μας. Δε μας ταιριάζει. Δε μας τιμά. Δεν είναι μόνο η οικονομία. Είναι κυρίως η έλλειψη παιδείας και η επικράτηση της ανομίας.
Όχι!! Δεν είναι δυνατόν να χάθηκε από τον Έλληνα ο πατριωτισμός. Ανεύθυνες και ανάξιες πολιτικές ηγεσίες, τον άφησαν να αδρανήσει και επέτρεψαν να επικρατήσει η μηδενιστική προοδευτική λαίλαπα, που μας έφερε εδώ.
Όμως, σήμερα, χρειαζόμαστε το ξύπνημα του πατριωτισμού. Για να ορμήσουμε μπροστά, ενωμένοι, όπως όρμησε η γενιά του 1940, με το χαμόγελο στα χείλη, για τη σωτηρία της πατρίδας.
Είναι τραγικό, να ψάχνει κανείς, με το φανάρι του Διογένη, για να εντοπίσει Έλληνα να χαμογελά, στο δρόμο, στο μετρό, στο λεωφορείο. Οι περισσότεροι, σκυφτοί, κακόκεφοι, φορτωμένοι με προβλήματα, σιωπούν.
Προς Θεού!! Δε δικαιολογείται η πένθιμη ατμόσφαιρα. Ναι, φτωχύναμε και ίσως φτωχύνουμε ακόμη, μέχρι να ανακάμψουμε. Αλλά από εδώ πρέπει να αρχίσει η εθνική εξόρμηση. Χρειάζεται αγώνας σκληρός και ο αγώνας πάντα έχει κόστος.
Σε μια δύσκολη στιγμή του αγώνα της Κρήτης για την ένωσή της με την Ελλάδα, ο Νίκος Καζαντζάκης, φώναξε τούτα τα λόγια προς τους Αγωνιστές, για να τους δώσει θάρρος: «Νοιώθω, σα να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια, θα σπάσουν. Όμως, κάποια στιγμή θα σπάσουν και τα σίδερα.» Και δικαιώθηκε. Έτσι θα συμβεί και τώρα. Θα αγωνιστούμε, θα υποφέρουμε, αλλά και τα σίδερα θα σπάσουν.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε, πως οι γενιές, που με ιδρώτα και αίμα διαμόρφωσαν τη σημερινή Ελλάδα, δεν ήταν γενιές χορτάτων. Πάμπτωχη ήταν η γενιά του 1821 που ανάστησε τη νεώτερη Ελλάδα. Φτωχότατη ήταν η γενιά του 1912-1913, που διπλασίασε την Ελλάδα. Φτωχή ήταν και η γενιά του 1940 που δόξασε την Ελλάδα και της χάρισε τα Δωδεκάνησα. Αλλά, αυτές οι γενιές, τόλμησαν, εξόρμησαν, αγωνίστηκαν, μάτωσαν και νίκησαν. Δεν έχουμε εμείς σήμερα κατώτερα ψυχικά αποθέματα. Ας τα ενεργοποιήσουμε.
Ζώντας και εγώ μαζί με σας, το σημερινό δράμα, θα προσπαθήσω να διεγείρω τον έμφυτο πατριωτισμό, και της καρδιάς σας την ευαισθησία και να σας προτρέψω, να ζωηρέψουμε.
Να πολεμήσουμε τα προβλήματα και να μπούμε στο πνεύμα της επετείου του ΟΧΙ. Στο πνεύμα της ομοψυχίας, του αγώνα και της προσφοράς. Πιστεύω, να βοηθήσει σε αυτό, η περιγραφή μερικών ηρωικών πράξεων της εποχής εκείνης. Της εποχής του 1940.
Αν, τώρα, ακούγοντας τις ηρωικές αυτές πράξεις, αισθανθείτε τα δάκρυά να σας πνίγουν και να σας πιέζουν να τους επιτρέψετε να τρέξουν, σημαίνει πως ο πατριωτισμός, φωλιάζει μέσα σας. Αφήστε λοιπόν τα δάκρυά σας να τρέξουν ελεύθερα. Θα είναι μια έκφραση τιμής και αναγνώρισης του πατριωτισμού και της θυσίας, αυτών που κράτησαν και τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς και τη στερνή πνοή, για την Πατρίδα.
-Έχετε ακούσει για τον Αθανάσιο Γκούμα; Την 28η Οκτωβρίου του 1940, ο Αθανάσιος Γκούμας, ένας Μακεδονομάχος από τα Γρεβενά, επέμεινε ανυποχώρητα και τελικά κατετάγη, σε ηλικία 66 χρόνων, εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό. Έγινε, ο θρυλικός “παππούς” του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο ηρωικός λεβεντόγερος, γιατί γέρος ήταν εκείνη την εποχή ένας εξηνταεξάρης, μούσκεψε και αυτός στις βροχές και στα χιόνια, πείνασε και αυτός, πολέμησε τους εισβολείς, και είχε τη δόξα, στα 66 του χρόνια, να τραυματιστεί δύο φορές και να ξαναγυρίσει, εθελοντικά και πάλι, στην πρώτη γραμμή.
Συγκρίνατε τώρα σας παρακαλώ, αυτόν τον άδολο Έλληνα πατριώτη, με τους δεκάδες χιλιάδες ασυνείδητους φυγόστρατους νεοέλληνες, μερικοί των οποίων, είχαν την απύθμενη θρασύτητα, να γίνουν, με τη δική μας ανεύθυνη ψήφο, βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου και τελικά, χωρίς ίχνος ντροπής, να πάρουν σύνταξη, από μια πατρίδα, την οποία οι ίδιοι, αρνήθηκαν να υπηρετήσουν.
Για φανταστείτε, σε ποιό κράτος θα ανήκαν σήμερα τα Δωδεκάνησα και μερικά ακόμη νησιά του Αιγαίου, αν οι νέοι του 1940, ήταν φυγόστρατοι.
-Μία γυναίκα, από τη Μακεδονία, το1941, όταν είδε το μοναχογιό της να γυρίζει από τον πόλεμο κουτσός, με δεκανίκια, δεν ξέσπασε σε κλάματα και κατάρες. Ήρεμα, του είπε: «Μη λυπάσαι, παιδί μου. Σε κάθε σου βήμα, ο κόσμος θα βλέπει, τον πατριωτισμό και την παλικαριά σου…».
- Μια Ελληνίδα Μάνα, από την Κυπαρισσία, τέσσερις μέρες μετά το θάνατο του Ιωάννου Μεταξά, έγραψε προς τον νέο Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή, ένα γράμμα, που έλεγε: «Κύριε Πρόεδρε της Κυβερνήσεως : Ένας, από τους εννέα γιούς μου, ο Ευάγγελος, έπεσε για την πατρίδα στις επιχειρήσεις της Κλεισούρας. Παρήγγειλα, εις τους τέσσερις ήδη υπηρετούντες γιούς μου, το Χρήστο, τον Κώστα, το Γιώργο και το Νίκο, να εκδικηθούν για τον θάνατο του αδελφού τους. Κρατώ, σαν εφεδρεία, άλλους τέσσερις ηλικιωμένους γιούς μου: τον Παναγιώτη, τον Θανάση, το Γρηγόρη και τον Μενέλαο, κλάσεων 1917 και νεωτέρων. Παρακαλώ, να κληθούν ονομαστικώς και αυτοί, σε περίπτωση ανάγκης της πατρίδας, ή απώλειας άλλου γιου μου, για εκδίκηση εχθρού. Τελευταίο επιφώνημά μου, πριν πεθάνω, θα είναι: Ζήτω η Πατρίδα! Υπογραφή : Ελένη Ιωάννου Ιωαννίδη, Κυπαρισσία 2 Φεβρουαρίου 1941».
Πιστεύω, πως η πατριωτική ενέργεια αυτής της ηρωίδας μάνας, με τους εννέα γιους, αποτελεί γεγονός μοναδικό στον κόσμο.
-«Δώδεκα χρόνια μετά τον πόλεμο του 1940, στο ηλιοβασίλεμα μιας ημέρας του έτους 1952, συνέβη εδώ στην Αθήνα, στην πλατεία Κλαυθμώνος ένα συνταρακτικό γεγονός που πρέπει να μάθετε:
Η Πλατεία Κλαυθμώνος, δεν ήταν τότε όπως είναι σήμερα. Την εποχή εκείνη η πλατεία ήταν άδεια και στις γωνίες κάθονταν φτωχοί άνθρωποι που έβαφαν τα παπούτσια των περαστικών και καστανάδες. Τότε, ήταν εκεί το Υπουργείο Ναυτικών και η Ελληνική Σημαία κυμάτιζε στο κτήριο. Κάθε πρωί λοιπόν, εκεί, γινόταν η έπαρση και στη δύση του ηλίου η υποστολή της Σημαίας. Στην έπαρση και στην υποστολή της Σημαίας, σταματούσαν τα πάντα. Ήταν στιγμές ωραίες, απίθανες, που ζούσαν τότε οι άνθρωποι. Τότε, που όλοι οι Έλληνες ήξεραν να τιμούν τα σύμβολα του Έθνους.
Εκείνη την ημέρα, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, το άγημα αποδόσεως τιμών του πολεμικού Ναυτικού έφθασε στο χώρο του, και ο σαλπιγκτής έδωσε το σύνθημα για την υποστολή της σημαίας. Το άγημα, με το παράγγελμα του επικεφαλής Αξιωματικού του Πολεμικού μας Ναυτικού, παρουσίασε όπλα. Ο αξιωματικός, χαιρέτησε και η μουσική παιάνισε το ανάλογο εμβατήριο. Όλοι οι παριστάμενοι εκεί και οι περαστικοί, σταμάτησαν σε στάση προσοχής, αποδίδοντας με αυτό τον τρόπο την τιμή στο ιερό μας σύμβολο, στη γαλανόλευκη σημαία. Τη στιγμή λοιπόν, που ο αξιωματικός χαιρετούσε τη Σημαία, η ματιά του έπεσε λοξά προς τη γωνία της πλατείας, είδε κάτι παράξενο και ταράχθηκε από θυμό.
Όταν τελείωσε η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι περισσότεροι διαβάτες συνέχισαν το δρόμο τους. Ξαφνικά, ο νεαρός αξιωματικός, κατευθύνθηκε με γοργό βηματισμό προς ένα πλανόδιο καστανά, που καθόταν στη γωνία της Πλατείας. Τον πλησίασε και του είπε αυστηρα: Γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος, για να τιμήσεις τη σημαία μας; Δεν έχεις πατριωτισμό και φιλότιμο; Ο άνθρωπος, ο καστανάς, έμεινε για λίγο βουβός και αμήχανος. Μετά, ο καστανάς, έγινε κατακόκκινος και άρχισε να τρέμει. Ήθελε κάτι να πει, να φωνάξει, αλλά με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια κατάφερε να συγκρατηθεί και σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Όμως, συνήλθε γρήγορα. Σκούπισε τα δάκρυά του και με τη δύναμη των χεριών, στύλωσε το σώμα του πίσω, έσπρωξε μπροστά τον πάγκο με τα κάστανα και φώναξε με όλη του τη δύναμη στον νεαρό αξιωματικό : Πώς να σηκωθώ κύριε; Της τα έδωσα της Πατρίδας μου και τα δύο. Και, σηκώνοντας με τα χέρια του τα μπατζάκια του παντελονιού του, φάνηκαν δύο πόδια, κομμένα πάνω από τα γόνατα. Και ξανάρχισε ο καστανάς να κλαίει. Ο κόσμος γύρω του έκλαιγε κι αυτός και χειροκροτούσε. Όμως, περισσότερο από όλους, έκλαιγε ο νεαρός αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.
Έχουν περάσει από τότε, περίπου 60 χρόνια. Εκείνη τη στιγμή πάντως έγινε κάτι το αλησμόνητο, μια φοβερή σκηνή. Ο Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού έσκυψε, αγκάλιασε τον καστανά και τον φίλησε. Στη συνέχεια στάθηκε προσοχή μπροστά στον ήρωα και τον χαιρέτησε στρατιωτικά, αποδίδοντάς του τις τιμές που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στη σημαία της πατρίδας μας, γιατί της χάρισε τα δύο του πόδια στον πόλεμο του 1940. Οι άλλοι, οι περαστικοί, οι πολλοί, συνέχισαν να περπατούν με γρήγορο βήμα προς τη δουλειά τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από έναν ήρωα του 1940, τον Έλληνα ήρωα πολεμιστή».
Δυστυχώς, μερικοί ανεγκέφαλοι πολιτικοί, από τους κυβερνήσαντες τις τελευταίες δεκαετίες την Ελλάδα, διέλυσαν την Παιδεία, με αποτέλεσμα, σήμερα, να είναι σχεδόν άγνωστη, στη νεολαία μας, η έννοια των λέξεων «Πατριώτης και πατριωτισμός», «ήρωας» και «ηρωισμός». Ήρωες αποκαλούνται πλέον οι παίκτες στα γήπεδα.
Παρά ταύτα, εξακολουθώ να πιστεύω ότι δε χάθηκε ο πατριωτισμός μας. Το πρόβλημα είναι, αν θα υπάρξει πρόνοια, επαρκής χρόνος και άξια ηγεσία, που θα αναλάβει να ενεργοποιήσει τον αδρανούντα πατριωτισμό, πριν μας συμβεί συμφορά.
Ας διδαχθούμε, από το παράδειγμα της γενιάς του 1940. Η άξια ηγεσία προπαρασκεύασε τη Χώρα. Η άξια ηγεσία, με τη σωστή παιδεία, ενέπνευσε τον πατριωτισμό που επέδειξαν τότε οι Έλληνες. Τον πατριωτισμό, που θαύμασε όλη η ανθρωπότητα.
Έχω αναφέρει και σε άλλες ομιλίες μου ότι: Ο Πιττακός Μυτιληναίος, ένας από τους Επτά σοφούς της Αρχαίας Ελλάδος, πριν από χιλιάδες χρόνια, είχε πει :
«Είναι έργο των σοφών, να προβλέψουν τη συμφορά, πριν έρθει. Είναι έργο των γενναίων, να αντιμετωπίσουν τη συμφορά, όταν έρθει».
Αυτοί ακριβώς, οι σοφοί ηγέτες και οι γενναίοι μαχητές, δόξασαν τούτη τη Χώρα το 1940.
Δυστυχώς όμως για την Ελλάδα, την τραγική κατάσταση που ζούμε σήμερα, δεν υπήρξαν σοφοί Έλληνες να την προβλέψουν και να την προλάβουν.
Ας ελπίσουμε ότι, στο μέλλον, ο Θεός της Ελλάδος, δεν θα αφήσει να μας λείψουν, ούτε οι σοφοί, ούτε οι γενναίοι. Για να είναι η επόμενη εθνική εορτή πανηγύρι και όχι μοιρολόι.
Κυρίες και κύριοι, στη μνήμη της ηγεσίας και των ηρώων της γενιάς του 1940, ας αναφωνήσουμε:
Ζήτω η Πατρίδα
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940
Σας ευχαριστώ, για την υπομονή που είχατε να με ακούσετε.