Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

16/12/2012 - ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ Το Ευαγγέλιο Κατά Λουκάν (ιδ΄ 16-24), κατά Ματθαίον (κβ΄ 14)


Απόδοση στη νεοελληνική
Είπεν ο Κύριοςτήν εξής παραβολή∙ «Κάποιος ήθελε να παραθέση μεγάλο δείπνον και εκάλεσε
πολλούς. Και έστειλε τον δούλον του κατά την ώραν του δείπνου να πη εις τους καλεσμένους, «Ελάτε, διότι όλα είναι πια έτοιμα».
Αλλ’ άρχισαν δια μιας όλοι να δικαιολογούνται. Ο πρώτος του είπε, «Αγόρασα κάποιο χωράφι και πρέπει να πάω να το ιδώ· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένον». Άλλος είπε, «Αγόρασα πέντε ζευγάρια βώδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένον». Άλλος είπε, «Ενυμφεύθηκα γυναίκα και γι’ αυτό δεν μπορώ να έλθω».
Και ήλθε ο δούλος και τα είπε αυτά εις τον κύριόν του. Τότε ωργίσθηκε ο οικοδεσπότης και είπε εις τον δούλον του, « Έβγα γρήγορα στις πλατείες και τους δρόμους της πόλεως και φέρε εδώ τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς». Και είπε ο δούλος, «Κύριε, έγινε εκείνο που διέταξες και υπάρχει ακόμη χώρος». Και είπε ο κύριος εις τον δούλον, «Έβγα εις τους δρόμους και εις τους περιφραγμένους τόπους και ανάγκασέ τους να μπουν, δια να γεμίση το σπίτι μου.
Διότι σας λέγω, ότι κανείς από τους ανθρώπους εκείνους, που είχαν προσκληθή, δεν θα γευθή το δείπνον μου. Διότι πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως είναι οι εκλεκτοί».

Πρωτότυπο

Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.
Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.
Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου.
Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.