Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

31/03/2013 - ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Γρηγορίου Παλαμά Το Ευαγγέλιο Κατά Μάρκον (β΄ 1 – 12)


Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, όταν ήλθε και πάλιν ο Κύριος εις την Καπερναούμ, διαδόθηκε ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Και αμέσως εμαζεύθηκαν πολλοί, ώστε να μην τους χωρή πλέον ούτε ο χώρος εμπρός
εις την πόρτα, και τους εκήρυττε τον λόγον. Και έρχονται και του φέρουν ένα παραλυτικόν, τον οποίον εβάσταζαν τέσσερα πρόσωπα. Και επειδή δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν εξ αιτίας του πλήθους, αφήρεσαν την στέγην, όπου ευρίσκετο, έκαναν ένα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεββάτι, όπου ήτανε ξαπλωμένος ο παραλυτικός. Όταν ο Ιησούς είδε την πίστιν τους, λέγει εις τον παραλυτικόν. «Παιδί μου, σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι».
Εκάθοντο δε εκεί μερικοί από τους γραμματείς και εσκέπτοντο μέσα τους, «Γιατί λέγει αυτός βλασφημίας κατ’ αυτόν τον τρόπον; Ποιός μπορεί να συγχωρή αμαρτίας παρά μόνον ένας, ο Θεός;».  Ο Ιησούς αμέσως εκατάλαβε μέσα του ότι αυτά σκέπτονται και τους λέγει, «Γιατί κάνετε τις σκέψεις αυτές μέσα σας; Τι είναι ευκολώτερον να πω εις τον παραλυτικόν, «Σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι» η να πω, «Σήκω επάνω και πάρε το κρεββάτι σου και βάδιζε»;
Αλλά δια να μάθετε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσίαν να συγχωρή αμαρτίας επί της γης» - λέγει εις τον παραλυτικόν, «Σου λέγω, σήκω επάνω και πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε εις το σπίτι σου». Και εσηκώθηκε αμέσως και αφού εσήκωσε το κρεββάτι εβγήκε υπό τα βλέμματα όλων, ώστε να εκπλαγούν όλοι και να δοξάζουν τον Θεόν και να λέγουν, «Ποτέ δεν είδαμε τέτοια πράγματα».


Πρωτότυπο:

Τῷ καιρῷ εκείνῳ, εἰσῆλθεν πάλιν ο Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;
Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας λέγει τῷ παραλυτικῷ. Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.