Κυριακή 19 Μαΐου 2013

19/05/2013 - ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ Το Ευαγγέλιο Κατά Μάρκον (ιε΄ 43 – ιστ΄ 8)


Απόδοση στη νεοελληνική:
Τις ημέρες εκείνες, ήλθε ο Ιωσήφ, ο από Αριμαθαίας, ο οποίος ήτο σημαίνων βουλευτής που περίμενε και αυτός την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και ήλθε εις τον Πιλάτον και εζήτησε το
σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος εξεπλάγη όταν άκουσε ότι είχε ήδη πεθάνει. Και εκάλεσε τον εκατόνταρχον και τον ερώτησε εάν είχε πεθάνει προ πολλού. Και όταν επληροφορήθηκε από τον εκατόνταρχον, εδώρησε το σώμα εις τον Ιωσήφ. Αυτός δε αγόρασε σινδόνι και τον κατέβασε, τον ετύλιξε με το σινδόνι και τον έθεσε εις μνήμα, που ήτο λαξευμένον εις βράχον και εκύλισε ένα λίθον εις την πόρτα του μνήματος. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή παρατηρούσαν που τον βάζουν.
Όταν επέρασε το Σάββατον, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα δια να έλθουν να τον αλείψουν. Και πολύ πρωΐ, την πρώτην ημέραν της εβδομάδος, έρχονται εις το μνήμα, αφού είχε ανατείλει ο ήλιος, και έλεγαν μεταξύ τους, «Ποιός θα μας κυλίση τον λίθον από την πόρτα του μνημείου;». Και όταν εσήκωσαν τα μάτια τους, βλέπουν ότι ο λίθος είχε κυλισθή. Ήτο δε πάρα πολύ μεγάλος. Και όταν εμπήκαν εις το μνήμα, είδαν ένα νέον με λευκήν στολήν να κάθεται εις τα δεξιά και κατελήφθησαν από φόβο.
Αυτός δε λέγει εις αυτάς, «Μη τρομάζετε. Τον Ιησούν ζητάτε τον Ναζαρηνόν τον σταυρωμένον; Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ. Να ο τόπος όπου τον έβαλαν. Αλλά πηγαίνετε και πέστε εις τους μαθητάς του και εις τον Πέτρον, «Πηγαίνει πριν από σας εις την Γαλιλαίαν, εκεί θα τον ιδήτε, καθώς σας είπε». Και εβγήκαν και έφυγαν από το μνημείον διότι τας κατείχε τρόμος και έκπληξις. Και σε κανέναν δεν είπαν τίποτε, διότι εφοβούντο.

Πρωτότυπο:

Εν ταις ημέραις ἐκείναις, ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.
Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν.
Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.