Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

"Με καρδιά λιονταριού" - του Θεόδωρου Κουτρούκη

Θεόδωρος Κουτρούκης
Ο Ιούλιος του 1974 είχε για τα καλά προχωρήσει και τίποτε δεν έδειχνε πόσο μακρύ θα ήταν το καλοκαίρι. Τη θερινή χαλαρότητα και τους αργόσυρτους
ρυθμούς στο μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Ρούμελης, όπου παραθέριζε ο μικρός
Ερμής με τους γονείς του, ήρθε να συγκλονίσει μια είδηση. Οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο. Έγινε κι επιστράτευση.
Το καμπανάκι του απότομου τερματισμού των διακοπών χτύπησε δαιμονισμένα. Δεν ήταν καιρός για βουτιές. Όλη η χώρα ήταν στο πόδι.  
Το ταξίδι της επιστροφής για τη Βόρεια Ελλάδα δεν ήταν ανέμελο, όπως τις προηγούμενες φορές. Λες από ένστικτο, ο Ερμής δεν ζήτησε από τους αγχωμένους γονείς του να σταματήσουν στη Γραβιά για να απολαύσει την αγαπημένη του μακαρονάδα με χωριάτικο κεφαλοτύρι. Το ραδιόφωνο μετέδιδε έκτακτα δελτία ειδήσεων, αλλά το πιο εντυπωσιακό ήταν τα τάνκς που, αγκομαχώντας στην παλαιά εθνική οδό Αθηνών-Θεσσαλονίκης, αγωνίζονταν να φτάσουν στον Έβρο μια ώρα αρχύτερα. Μερικά από τα γερασμένα άρματα ήταν ήδη σταματημένα στην άκρη του δρόμου κι έβγαζαν μαύρους καπνούς, αναμένοντας ίσως κάποιο συνεργείο επισκευής. Φαίνεται ότι τα καλύτερα μοντέλα των τεθωρακισμένων είχαν ξεχαστεί κάπου στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη.
Το ταξίδι προς τη νύμφη του Θερμαϊκού κάποτε τελείωσε. Πόσο διαφορετική ήταν η άλλοτε γαλήνια γειτονιά. Ο κόσμος ανήσυχος. Συζητούσε για τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Η καθημερινή βόλτα του Ερμή με τους φίλους του για το παιχνίδι στο κοντινό άλσος, έκρυβε μια έκπληξη. Μέσα σε 5-6 πευκόφυτα στρέμματα ήταν κρυμμένοι δεκάδες επίστρατοι. Μερικοί ήδη φορούσαν στρατιωτικά ρούχα, άλλοι διέθεταν ένα μέρος της χακί στολής και οι υπόλοιποι ήταν ντυμένοι με πολιτική αμφίεση. Τα όπλα ήταν ελάχιστα και μόνο δύο τρεις φαντάροι στις άκρες του άλσους μαρτυρούσαν ότι επρόκειτο για πρόχειρο στρατόπεδο. Ο Ερμής πλησίασε τους στρατιώτες. Μερικοί του πρόσφεραν καραμέλες βουτύρου και του χαμογελούσαν. Ίσως προσπαθούσαν να κρύψουν την δική τους αγωνία. Στο γυρισμό είδε τον πατέρα να ξεφορτώνει τα ψώνια από το μπακάλικο. Το πόρτ μπαγκάζ είχε σχεδόν ξεχειλίσει. Σίγουρα ήταν μια ασυνήθιστη εικόνα για τα παιδικά του μάτια.
Μερικές ακόμη ημέρες κύλησαν. Κανονικά ο Ερμής θα έπρεπε ήδη να αρχίσει να μελετά τα βιβλία της επόμενης σχολικής χρονιάς και να λύνει ασκήσεις αριθμητικής σε βοηθητικά βιβλία προετοιμασίας. Που καιρός για τέτοια! Η Ελλάδα προσπαθούσε να κερδίσει επτά χαμένα χρόνια εκείνο το καλοκαίρι του 1974. Δεν είχε καλά καλά τελειώσει ο Ιούλιος όταν με ένα γαλλικό αεροπλάνο έφτασε στην Αθήνα ένας κομψός κύριος με πυκνά φρύδια. Οι Έλληνες τον υποδέχτηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό. Ο Ερμής άκουσε αργότερα από τους μεγαλύτερους ότι εκείνος είχε καταφέρει να κρατήσει με στιβαρότητα το πηδάλιο της χώρας αυτές τις δύσκολες στιγμές και να φέρει τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Μα και πρωτύτερα για ελληνική δημοκρατία δεν μιλούσαμε, αναρωτιόταν ο νεαρός.
Η απορία του λύθηκε μετά από μερικές εβδομάδες. Είχε ήδη αρχίσει το σχολείο και ο Ερμής κλήθηκε να επιδιορθώσει κάποιες από τις ατέλειες της προηγούμενης «δημοκρατίας». Αυτή τη φορά η δασκάλα τον έστειλε μαζί με άλλους συμμαθητές στην αποθήκη με τα σχολικά βιβλία. Πριν διανεμηθούν στους μαθητές έπρεπε να σκιστεί η πρώτη εσωτερική σελίδα των βιβλίων, που απεικόνιζε ένα στρατιώτη με το όπλο επ’ ώμου και στο φόντο ένα πουλί με ορθάνοιχτες φτερούγες που ξεπηδούσε μέσα από μια φωτιά. Πόσες τέτοιες σελίδες έσκισε… Το γνώριμο μήνυμα των δασκάλων, ήταν ότι δεν έπρεπε να κακομεταχειρίζεται τα βιβλία. Προφανώς υπάρχουν και εξαιρέσεις, σκεφτόταν ο μικρός μαθητής.
Το φθινόπωρο του 1974 οι Έλληνες ξεχύνονταν στους δρόμους σε πολιτικές συγκεντρώσεις, σε αμφιθέατρα και διαδηλώσεις. Σε εκείνες τις λαοθάλασσες, που μεθούσαν από δημοκρατία, οι πολιτικοί ηγέτες ηλέκτριζαν τα πλήθη, αλλά ο Ερμής δεν ήταν αρκετά ψηλός για να δει τα μπαλκόνια, όπου στέκονταν οι αρχηγοί. Ωστόσο, ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων, με φόντο τα συνθήματα και τα πολιτικά τραγούδια μπορούσε να διακρίνει δεκάδες πολύχρωμες προκηρύξεις ποικιλώνυμων οργανώσεων. Σε αντίθεση με την ασπρόμαυρη επταετία, η Ελλάδα ήταν πλέον γεμάτη χρώματα, πολλά χρώματα.  
Η Ελλάδα του όψιμου 1974 συζητούσε, διαρκώς συζητούσε. Σε εκείνα τα μικροαστικά σαλόνια μέσα στους καπνούς και τους αμέτρητους καφέδες ακούγονταν καινούριες κουβέντες. Για το Σύνταγμα της χώρας, το Βασιλιά, τη δίκη των πρωταγωνιστών του απριλιανού πραξικοπήματος και για ένα σωρό άγνωστες λέξεις που είχαν όλες σχεδόν την ίδια κατάληξη σε … -ισμός.


Ο νεαρός μαθητής κρυφάκουγε τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τους καυγάδες των μεγάλων. Δεν καταλάβαινε πολλά. Ωστόσο, συνεπαρμένος από τις νέες ιδέες που ήρθαν να διαδεχτούν εκείνες της Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών, καθισμένος στο πάτωμα, ανάμεσα στα πόδια λιονταριού ενός παλιού τραπεζιού, ο Ερμής εμποτιζόταν με τις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της συλλογικής δράσης, αξίες που ριζώθηκαν βαθιά μέσα στην καρδιά του και την ετοίμασαν για τους αγώνες της δικής του γενιάς. Μια καρδιά λιονταριού.