Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Η επικίνδυνη μετάλλαξη των «δίκαιων στόχων»

Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον αποστολέα του μηνύματος.... ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΝΗ
04/11/2013
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Μετά από δεκαετίες ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης της τρομοκρατίας (μέσω της αποδοχής των λεγομένων «δίκαιων στόχων» και της επιδίωξης παροχής συναίνεσης εκ μέρους της κοινής γνώμης), είχαμε επιτέλους κατορθώσει να συμφωνήσουμε ότι η βία είναι καταδικαστέα χωρίς αμφιθυμίες και «ναι μεν, αλλά».
Αυτό μέχρι την έναρξη της εποχής των μνημονίων.

Τότε, ξεκίνησε μια εκστρατεία δυσφήμησης της Δημοκρατίας (που, σύμφωνα με τους θιασώτες της «νέας βίας» μέσω των θεσμών της επιβάλλει τα μνημόνια).

Έτσι, δημιουργήθηκε μια νέα νομιμοποιητική βάση πάνω στη οποία πήγε ξανά και στρογγυλοκάθισε η βία.
Με αποτέλεσμα, στην γνωστή «ηθική νομιμοποίηση» να προστεθεί και η «θεσμοθετημένη υπόθαλψη».

Και τότε ήταν που ξεκίνησε ένας νέος κύκλος ηθικής, πολιτικής και
κοινοβουλευτικής νομιμοποίησης του φαινομένου, ανασύρθηκε από το χρονοντούλαπο το λεκτικό μίσος και αρχίσαμε να παρακολουθούμε απαθείς αρχηγούς κομμάτων να εκστομίζουν τρομερές φράσεις και χαρακτηρισμούς, ενώ οι σκηνές βίας (λεκτικής και μη) εντός και εκτός κοινοβουλίου, κατέληξαν σε ένα είδος… φολκλόρ.

Αυτή τη φορά «δίκαιος στόχος» έγινε η ίδια η Δημοκρατία, στην οποία φορτώθηκαν οι αμαρτίες της χρεοκοπίας.
Δημιουργήθηκε έτσι ένα νομιμοποιητικό υπόβαθρο, απλώθηκε το χαλί μιας νέας ηθικής νομιμοποίησης σε οποιοδήποτε κέντρο απεργάζεται την αποσταθεροποίηση της χώρας - η Δημοκρατία είναι κουτσή, στραβή, ακρωτηριασμένη, στραγγαλισμένη και επομένως οποιοσδήποτε μπορεί να δράσει για να την αποτελειώσει, προκαλώντας ακόμη και εμφύλιο.

Η συνέχεια, ως φυσική κατάληξη, είναι γνωστή: Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα στις 18 Σεπτεμβρίου και οι δολοφονίες της περασμένης Παρασκευής έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους οι νεαροί Φουντούλης και Καπελώνης και να τραυματιστεί βαριά ο νεαρός Αλ. Γέροντας.

Με δεδομένο ότι η τρομοκρατία χρησιμοποιεί τις φονικές επιθέσεις ως μέσο και όχι ως τελικό σκοπό – αφού ο τελικός σκοπός είναι η δημαγωγία, δηλαδή ο επηρεασμός της κοινής γνώμης – και με δεδομένο ότι μέσο και τελικός σκοπός είναι η προπαγάνδα, βρισκόμαστε αναμφίβολα μπροστά σε ένα ακόμη περιστατικό ένοπλης προπαγάνδας.

Όπως ακριβώς ο υπουργός Προπαγάνδας και Δημόσιας Διαφώτισης της ναζιστικής Γερμανίας υποστήριζε πως «δεν λέμε κάτι για να το πούμε, αλλά για να επιτύχουμε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα», έτσι και όταν κάποιος καταφεύγει στη βία δεν το κάνει για να σκοτώσει, αλλά για να αποστείλει μέσω της αποτρόπαιης αυτής πράξης ένα ηχηρό προπαγανδιστικό μήνυμα.

Το «μήνυμα» τις περισσότερες φορές απευθύνεται σε περισσότερους του ενός αποδέκτες -την εκάστοτε κυβέρνηση, την Δικαιοσύνη, την κοινωνία.

Ειδικά όσον αφορά στην κοινωνία για άλλη μια φορά, αυτό που επιχειρήθηκε ήταν να θεωρηθεί πως επρόκειτο για έναν «δίκαιο στόχο», προϊόν μιας ακόμη διαδικασίας «στοχοποίησης» και με σκοπό τη «θυματοποίηση».
Σαν κάποιοι να βιάζονταν να εμφανίσουν την πράξη τους ως «απάντηση» στη δολοφονία Φύσσα – κάτι δηλαδή που θα μπορούσε να θεωρήσει φυσιολογικό η κοινή γνώμη.

Σαν κάποιοι να βιάζονταν να προσφέρουν θύματα και στην «άλλη πλευρά», διαρκούσης της δικαστικής διερεύνησης της πρώτης δολοφονίας.

Άλλωστε, οι «δίκαιοι στόχοι» έχουν πολλές φορές υποστεί μετάλλαξη – πρώτα αντιαμερικανικοί και αντιχουντικοί, μετά «καπιταλιστικοί», εκδοτικοί, αστυνομικοί, δικαστικοί και τέλος το ίδιο το κοινοβούλιο και τα κόμματα.

Η προπαγάνδα δεν ασκείται μόνο με λέξεις και με εικόνες, αλλά και με βόμβες ή ριπές από Καλάσνικοφ.

Οι συζητήσεις που προκαλούνται, οι αντιπαραθέσεις γύρω από πρακτικές και πρόσωπα, οι περισπούδαστες αναλύσεις, η αναζήτηση ιδεολογικού υποβάθρου, είναι βούτυρο στο ψωμί των τρομοκρατών και η καλύτερη διαφήμιση του τελικού σκοπού τους.

Γιατί η τρομοκρατία και η προπαγάνδα είναι αδέλφια δίδυμα.

Η αναζήτηση απάντησης στο ερώτημα «ποιος ωφελείται;» είναι, χωρίς αμφιβολία, ο ασφαλέστερος τρόπος για να αναλυθεί κάθε πράξη βίας.