Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, συνέντευξη του Αντώνη Ζαρκανέλα στην Εφημερίδα «Μακεδονία»

Το θέμα της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων επιχειρεί να ξεκαθαρίσει με συνέντευξή του στη «ΜτΚ» ο πρώην γενικός διευθυντής Ανάπτυξης της νομαρχίας
Θεσσαλονίκης Αντώνης Ζαρκανέλας.

«Η ποσόστωση προσπαθεί να βάλει φρένο στον πληθωρισμό των ‘αρίστων’, ο οποίος δεν θα υπήρχε αν εφαρμοζόταν πιστά ο νόμος. Τι απαντούν τα κόμματα για μια δημόσια διοίκηση που έχει υπαλλήλους κατά 60%-70% άριστους υπαλλήλους και πολίτες τόσο απογοητευμένους από τις υπηρεσίες της;» ρωτά ο κ. Ζαρκανέλας και επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τις διαθέσεις των δημοσίων υπαλλήλων.

Κύριε Ζαρκανέλα, μπορείτε να μας περιγράψετε τι προβλέπει το προεδρικό διάταγμα 318/1992;
Στο προεδρικό διάταγμα, που περιλαμβάνει 25 άρθρα, προβλέπονται όλες οι λεπτομέρειες που αφορούν στον τύπο των εκθέσεων, τα κριτήρια αξιολόγησης, ο τρόπος βαθμολόγησης, ποιοι είναι οι βαθμολογητές, την εσωτερική διαδικασία που ακολουθείται στις περιπτώσεις βαθμολόγησης με 9 και 10, τη διαδικασία ενστάσεων και άλλα σχετικά θέματα. Έτσι καθιερώνονται τρεις τύποι εκθέσεων (για τους προϊσταμένους, τους υπαλλήλους πανεπιστημιακής, τεχνολογικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και, τέλος, για τους υποχρεωτικής εκπαίδευσης), ορίζονται κλίμακες βαθμολόγησης, κριτήρια βαθμολόγησης για κάθε ομάδα (π.χ. 9-10, 7-8, 5-6 κλπ.), ο τρόπος βαθμολόγησης (π.χ. βαθμολογητές, κριτήρια αξιολόγησης, διαδικασία αξιολόγησης, η ειδική διαδικασία για αξιολόγηση με 9-10, έλεγχος της διαδικασίας αξιολόγησης από τις διευθύνσεις διοικητικού κλπ.).

Ποιο λοιπόν είναι σήμερα το πρόβλημα που ξεσήκωσε τόσο θόρυβο; Οι υπάλληλοι ήταν σφόδρα εναντίον, τα κόμματα το ίδιο. Τι είναι αυτό που αλλάζει;
Στη διαδικασία της αξιολόγησης με τον νόμο Μητσοτάκη δεν αλλάζει ουσιαστικά τίποτα, αφού το μόνο που κάνει είναι να επαναφέρει απλώς την ποσόστωση του νόμου του Έβερτ και του Π.Δ. αξιολόγησης του Κούβελα του 1992, χωρίς καμιά αλλοίωση στη φιλοσοφία του. Για την ιστορία, αναφέρεται ότι όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση μετά τις εκλογές του 1993, το μόνο πράγμα που κατήργησε από το διάταγμα αυτό ήταν η ποσόστωση.
Εκείνο που φοβίζει τους υπαλλήλους είναι η διαφαινόμενη πρόθεση(!) της κυβέρνησης να εφαρμόσει τελικά την, υπάρχουσα από 23 ετών, νομοθεσία. Δεν είναι τα ποσοστά που φοβίζουν τη δημοσιοϋπαλληλία αλλά η «απειλή» της πιστής εφαρμογής της νομοθεσίας, γιατί μέσα από την αυτήν θα αποδειχθεί ότι πρόκειται περί «όνου σκιάς». Γιατί γνωρίζουν οι υπάλληλοι - προϊστάμενοι ότι τα εννιάρια και δεκάρια, που σήμερα κατά κανόνα βάζουν, συνιστούν «σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης», κι αυτό κατά το άρθρο 107 του ν. 2683/99, του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
Το ερώτημα που τίθεται από τα κόμματα και τις δημοσιοϋπαλληλικές οργανώσεις «ποιος θα κάνει τις αξιολογήσεις;» το ισχύον πλαίσιο το απαντά χωρίς περιστροφές: οι προϊστάμενοι δημόσιοι υπάλληλοι τουλάχιστον για το 95% των υπαλλήλων. Κάθε άλλο παρά παρανομία είναι. Το θέμα είναι όμως τι απαντούν τα κόμματα για μια δημόσια διοίκηση που έχει υπαλλήλους κατά τουλάχιστον 60%-70% άριστους και πολίτες τόσο απογοητευμένους από τις υπηρεσίες της;

Tι είναι αυτή η ποσόστωση που έχει δημιουργήσει τέτοιον θόρυβο; Οι δημόσιοι υπάλληλοι τη θεωρούν άδικη γιατί υποχρεώνει, λένε, τον αξιολογητή, προκειμένου να τηρήσει την ποσόστωση, να αδικήσει κάποιον που ήταν άριστος.
Σύμφωνα με την ποσόστωση, καθιερώνεται στην αξιολόγηση ανώτατο ποσοστό υπαλλήλων, το 25%, που μπορούν να βαθμολογηθούν με άριστα 9 ή 10, λίαν καλώς, καλώς κλπ. Το μόνο «καινούργιο» που φέρνει ο νόμος είναι κάτι παλιό που είχε καταργηθεί.
Η ποσόστωση προσπαθεί να βάλει φρένο στον πληθωρισμό των «αρίστων». Που δεν θα υπήρχε αν εφαρμοζόταν πιστά ο νόμος. Για να βαθμολογηθεί κάποιος με άριστα θα πρέπει ο α’ αξιολογητής να το τεκμηριώνει αυτό με ειδική αιτιολόγηση και με συγκεκριμένα στοιχεία και γεγονότα για κάθε ένα κριτήριο ξεχωριστά. Κι αυτό απαιτεί πολλή και υπεύθυνη δουλειά από τον υπάλληλο αξιολογητή. Στη συνέχεια η ακρίβεια των ανωτέρω ελέγχεται από τις διευθύνσεις διοικητικού, που είναι κατά τον νόμο «υπεύθυνες για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του Π.Δ. 318/91» και τελικά ακολουθεί η κρίση από την ειδική επιτροπή αξιολόγησης, η οποία κρίνει «αν η παρατιθέμενη αιτιολογία θεμελιώνεται σε πραγματικά στοιχεία ή γεγονότα και σε καταφατική περίπτωση κατά πόσο τα περιγραφόμενα πραγματικά στοιχεία ή γεγονότα δικαιολογούν βαθμολογία 9 ή 10 ή κάτω από 4» (παρ. 4, άρθρο 13).
Η ποσόστωση είναι κοινός τόπος και εμφανίζεται παντού και πάντοτε στη ζωή του ανθρώπου, σε όλα τα φυσικά συστήματα, και αποτυπώνεται με ενάργεια στην καμπύλη του Gauss. Σε μια τάξη σχολείου, αδιάφορα αν βρίσκεται στο χωριό ή στην πόλη, στο Κερατσίνι ή στην Εκάλη, στη Θεσσαλονίκη ή στα Μάλγαρα, στο Κιλκίς ή στην Κατερίνη, πολύ λίγα παιδιά είναι πολύ ψηλά ή πολύ έξυπνα ή πολύ παχιά και πολύ λίγα πολύ κοντά, πολύ αδύνατα, ή πολύ χαμηλής εξυπνάδας. Το μεγάλο ποσοστό βρίσκεται μεταξύ αυτών των δύο άκρων. Το ίδιο ισχύει και για το ύψος ενός είδους δένδρου στο δάσος και για το ύψος των παπαρούνων σε έναν αγρό. Τώρα γιατί οι δημόσιοι υπάλληλοι να διαφέρουν από τη γενική αυτή αρχή στην αξιολόγησή τους, είναι κάτι που θα ήταν πολύ ενδιαφέρον, προς μελέτη, θέμα.

Οι δημοσιοϋπαλληλικές οργανώσεις ζητούν την κατάργηση της αξιολόγησης «λαιμητόμου», όπως τη χαρακτηρίζουν, και ισχυρίζονται ότι με τον νόμο αυτόν «η κυβέρνηση προσπαθεί να ελέγξει πλήρως τη διοικητική ιεραρχία» και να «διευρύνει τον ασφυκτικό κομματικό έλεγχο» της δημόσιας διοίκησης. Συμφωνείτε με τις διαπιστώσεις αυτές;
Δεν είναι κατανοητό τι θέλουν: να μην εφαρμοστεί ο νόμος Μητσοτάκη ή η αξιολόγηση αυτή καθαυτή; Υποψιάζομαι την αξιολόγηση όπως την προβλέπει το Π.Δ. 318/92. Όσον αφορά τις απόψεις αυτές των δημοσιοϋπαλληλικών οργανώσεων, θεωρώ καταρχήν ότι δεν γίνεται να γίνει πιο ασφυκτικός ο κομματικός έλεγχος της δημόσιας διοίκησης. Μήπως αυτά που περιγράφουν και καταγγέλλουν οι οργανώσεις, που είναι όντως έτσι, οφείλονται στο ότι μέχρι σήμερα δεν εφαρμόζεται η νομοθεσία πιστά; Μήπως με το ότι οι αξιολογητές-υπάλληλοι, παρά τον νόμο, αξιολογώντας με άριστα πολύ μεγάλο ποσοστό υπαλλήλων, διευκόλυναν τους πολιτικούς στις τελικές τους επιλογές; Μήπως η κατάντια αυτή που περιγράφουν οφείλεται, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, όχι στους πολιτικούς αλλά στους υπαλλήλους-προϊσταμένους, οι οποίοι και μόνον έχουν την αρμοδιότητα και ευθύνη της αξιολόγησης του 95% των υπαλλήλων; Προτείνουν μήπως τις αξιολογήσεις να μην τις κάνουν, σύμφωνα με τον νόμο, οι υπάλληλοι προϊστάμενοι και να τις κάνουν οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι υπουργοί, περιφερειάρχες, δήμαρχοι, για να μην έχουν ευθύνες και δουλειά;

Επειδή εσείς ασκήσατε δημόσια διοίκηση, ποιοι κατά τη γνώμη σας ευθύνονται για τη μη τήρηση της νομοθεσίας για την αξιολόγηση; Αν ιεραρχούσατε τις ευθύνες πώς θα τις κατανέματε;
Τις αξιολογήσεις, κατά τον νόμο, τις κάνουν, ως αξιολογητές α’ και β’, μόνον υπάλληλοι που άμεσα ή έμμεσα προΐστανται των αξιολογουμένων. Και αυτό ισχύει για το 90%-95% των δημοσίων υπαλλήλων. Μόνο όταν και όπου δεν υπάρχει γενικός διευθυντής την αξιολόγηση των διευθυντών την κάνει ο εκάστοτε πολιτικός προϊστάμενος (υπουργός, περιφερειάρχης, δήμαρχος). Όλοι όμως εφαρμόζοντας τις προβλεπόμενες από τον νόμο διαδικασίες. Κατά την ισχύουσα νομοθεσία, η ευθύνη των πολιτικών στην αξιολόγηση είναι έμμεση αλλά καθοριστικής σημασίας, είτε αυτοί είναι υπουργοί είτε αυτοί είναι δήμαρχοι: δεν αξίωσαν και δεν επόπτευσαν τη σωστή εφαρμογή της νομοθεσίας. Όμως για τους υπαλλήλους η μη σωστή εφαρμογή της νομοθεσίας αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.