Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΟΛΥΜΠΟΥ - Χρήστος Θηβαίος - Μίλτος Πασχαλίδης «Θα πω ένα τραγούδι σήκω να το χορέψεις»

Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον αποστολέα του μηνύματος.... ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΟΛΥΜΠΟΥ
 Χρήστος Θηβαίος - Μίλτος Πασχαλίδης
«Θα πω ένα τραγούδι σήκω να το χορέψεις»
Στο Φεστιβάλ Ολύμπου


Δύο αγαπημένοι και επιτυχημένοι καλλιτέχνες, δύο φίλοι αδελφικοί, αντάμωσαν το βράδυ του Σαββάτου 16 Αυγούστου 2014 με τις φίλες και τους φίλους της ιδιαίτερης και εκλεκτής μουσικής τους στο Κάστρο του Πλαταμώνα, σε ένα ραντεβού που έκλεισε το 43ο Φεστιβάλ Ολύμπου.

Οι θεατές απλώθηκαν σε όλη την πλαγιά του Κάστρου, πλάι πλάι όλοι σαν μια παρέα, έχοντας τις πλάτες τους στο τείχος που περιβάλλει το φωτισμένο επιβλητικό κεντρικό πύργο και περιμένουν να ανάψουν τα φώτα της σκηνής και να αρχίσει η συναυλία. Χειροκροτούν για να τελέψει ο χρόνος της αναμονής και προσμονής συνάμα. Σε λίγο οι μουσικοί ανεβαίνουν στη σκηνή, τα φώτα πέφτουν πάνω της και ανεβαίνουν με σβελτάδα οι δυο μεγάλοι καλλιτέχνες.

«Οι περικοπές ενός απόκρυφου Ευαγγελίου» ήταν το πρώτο άκουσμα και το τέλος του ήχησε πράγματι σαν «ευαγγέλιο»: «Ευτυχισμένοι, τέλος, όσοι αγαπάνε κι όσοι αγαπιώνται δεμένοι σφιχτά, ευτυχισμένοι κι όλοι όσοι μπόρεσαν να ξεπεράσουνε αυτά τα δεσμά…». Πρόκειται για έμπνευση από το ομώνυμο ποίημα του Αργεντινού συγγραφέα και ποιητή Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ου αιώνα, από την ποιητική του συλλογή «Το Εγκώμιο της Σκιάς».

«Καλησπέρα! Καλώς ήρθατε, καλώς σας βρήκαμε! Ευχαριστούμε πολύ», είναι τα χαιρετιστήρια λόγια του Πασχαλίδη, σύντομα, μάλλον για να μην είναι κουραστικά, ίσως επηρεαζόμενος από το δεύτερο τραγούδι τους την «Πηνελόπη»: «Μου λες κουράστηκες δε θες να περιμένεις, είκοσι χρόνια το ίδιο φόρεμα να υφαίνεις». Και πώς να απομονώσεις το ρεφραίν σ’ αυτό το τραγούδι και πώς να ξεχωρίσεις στίχους των κουπλέ, αφού όλοι τους κρύβουν αλήθειες και αποκαλύπτουν σκέψεις και εκφράζουν αισθήματα βαθιά, που από θαλασσινή αφήγηση γίνεται ερωτική εξομολόγηση:  «Σε σένα πάντα θα γυρνώ κι αν δε σου φτάνει καράβι γίνε να γινώ εγώ λιμάνι… ήσουν πάντα απ’ την αρχή μέχρι το τέλος εσύ η ασπίδα μου το τόξο και το βέλος…».
«Αχ, τι ωραία! Πάρα πάρα πάρα πολλά χρόνια πριν, σε έναν στρατιωτικό θάλαμο εδώ στο Λιτόχωρο, έπαιζα τότε αυτό το τραγούδι, για το οποίο μου λέγανε «εντάξει, ωραίο είναι, αλλά… που πας; Αφιερωμένο στον Στάθη», θα πει  ο Χρήστος Θηβαίος προλογίζοντας το «Ημερολόγιο»: «Τόσα χρόνια μες τους χάρτες μου σε ψάχνω… με τα δυο σου χείλια να αφήσεις μια ανάσα στη ζωή μου… για να βρεθώ απόψε τυλιγμένος στου κορμιού σου το βυθό». Πόση αγάπη σκορπίζουν με το λόγια τους, οι στίχοι τους, οι μελωδίες τους! Με «ευελιξία του υδραργύρου» όλα γίνονται έρωτας, ανάσα πόθου, αγάπης φωνή!

Θα τραγουδήσουν για  τη «Γυναίκα»: «Όσο αξίζει μια γρατζουνιά απ' την ανάσα σου, δεν αξίζουν θεωρίες μιας ζωής, γυναίκα αν έχω κάνει λάθος συγχώρα με, γυναίκα αν είμαι σωστός μη μου το πεις…», για τις «Μέρες τις αδέσποτες»:  Μέρες αδέσποτες σφυρίζουν στο μπαλκόνι μου, μέρες αδέσποτες σφηνώθηκαν στην πόλη μου, σημαδεύουνε το μέλλον, πετυχαίνουν το παρόν και με στρίμωξαν σ’ ατέλειωτο κρυφτό…».

Αρχίζουν τις συστάσεις, έτσι για να γνωριστούμε καλύτερα. «Να συστηθούμε κάπως», θα πει ο Πασχαλίδης, «τι θέλω να πω; Αυτό που θα δείτε σήμερα και αυτό που περιφέρουμε ανά την Ελλάδα δεν είναι μια συναυλία. Με τον Χρήστο είμαστε 18 χρόνια φίλοι, αλλά φίλοι φίλοι. Δεν γνωριζόμαστε απλά 18 χρόνια. Έχουμε αθροιστικά επιβιώσει από τέσσερις γάμους και τέσσερα διαζύγια και έχουμε κάνει τρία παιδιά. Είμαστε δύο ένα και όχι απαραίτητα μαζί. Υπό μία έννοια, λοιπόν, αυτό δεν είναι συναυλία, είναι μια οικογενειακή υπόθεση». Η αυτοπαρουσίαση γέννησε το γέλιο και τη συμπάθεια του κοινού και καταχειροκροτήθηκε. Βέβαια, δεν σταματούν εδώ. Συνεχίζουν τις εξομολογήσεις, αποκαλύπτουν τις «Κακές συνήθειες»: «Από παιδί θυμάμαι προσπαθώ να κλέψω το γλυκό μέσα απ’ το βάζο, με ξύλινα σπαθιά να πολεμώ και μια ζωή στα πόδια να το βάζω», γιατί, όπως είναι φυσικό, «Μα ό,τι μας δένει στα παλιά είναι οι κακές συνήθειες».

«Ένα τραγούδι που είπαμε παρέα πριν από 17 χρόνια», λέει ο Πασχαλίδης, «τώρα το τελευταίο που έχουμε πει είναι από ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη – Μάρτη, το βιβλίο λέγεται «Αγύριστο κεφάλι», Ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα», είναι αφιερωμένο στον Άλκη… κάπου εκεί ψηλά μας κοιτάει. Έχει μέσα κάποια καινούργια τραγουδάκια, ένα απ’ αυτά είναι «Το καλοκαίρι στην Αμοργό. Πάμε!». Και αρχίζει να τραγουδά «την ιστορία του κόσμου» που «Σε μια σταγόνα θάλασσα διαβάζαμε μαζί μια νύχτα με πανσέληνο…».
Αλλάζουμε σκοπό, αλλάζουμε ρυθμό, πιο γρήγορο θαρρώ, καθώς «Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει, μα εγώ είμ' ένα τραγούδι αλλοτινό, στου δρόμου το λιοπύρι και το χιόνι αγύριστο κεφάλι θα γυρνώ».«Για να δούμε τώρα πόσο δυνατά μπορείτε να τραγουδήσετε!»,  ακούγεται προκλητική η φωνή Πασχαλίδη, Άντε, πάμε να δούμε!». Ακολουθούν οι «Βυθισμένες άγκυρες»: «Δεν ξέρω ποιον παλεύω να νικήσω, φτάνω στην πόρτα και ζυγίζω την ζωή μου, νιώθω τα μάτια σου να με τραβάνε πίσω, να μ’ αγαπάνε δυο φορές για να γυρίσω, σαν βυθισμένες άγκυρες επάνω στο κορμί μου», και έπεται η κριτική του «Ωραίοι είσαστε!».

Και συνεχίζει: «Και τώρα το μέλλον, το οποίο έρχεται χαμογελαστό και απειλητικό, παίζει ακορντεόν, πιάνο και γράφει ωραία τραγούδια και κάνει τον πρώτο της δίσκο, η κυρία Μιρέλα Πάχου. Η Μιρέλα αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, έχοντας από την αρχή κερδίσει το κοινό με το ταλαντούχο παίξιμο του ακορντεόν και την κίνησή της επί σκηνής, όπου κατέχει τον δικό της χώρο, πλάι στο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Και αρχίζει τον υπέροχο νεανικό σκοπό η Μι Ρε Λα «Στο πάλκο γνωριστήκαμε σε κλασική ορχήστρα… Αυτό δεν ήτανε δεσμός, αυτό δεν ήταν σχέση… Σε όλα διαφέραμε- κυρίως στην κουλτούρα, ήτανε ένας πόλεμος πάνω σε παρτιτούρα… Μου το’ λεγε η μάνα μου με μουσικό μην μπλέξω, πως μαύρη θα είναι η ζωή και δε θα την αντέξω. Όμως εγώ από μικρή το είχα το μικρόβιο παρέα με το αγόρι μου να παίζω στο Ηρώδειο». Είναι πραγματικά υπέροχη! Καταχειροκροτείται και εκείνη συνεχίζει «Σαν τραγουδάκι», «Σαν τραγουδάκι μου 'μεινες, π' όλο ξεχνάω τους στίχους».

Μα σαν μπήκε ο Αύγουστος «Τώρα που γρήγορα νυχτώνει σαν παραμύθι θα στο πω, ό, τι αγαπάς δεν τελειώνει κι εγώ ακόμα σ’ αγαπώ», με τη φωνή του Πασχαλίδη χαρίζουμε τους στίχους στις αγαπημένες και στους αγαπημένους μας. Τι ερωτική φωνή! Τι άκουσμα!  Της καρδιάς μας βάλσαμο! Και τι γίνεται όταν βρέχει; Και γι’ αυτό έχουν τη μουσική απάντηση: «Ας ήτανε να πνιγώ σαν μια σταγόνα μέσα στα χείλια σου εγώ, βροχή μου σκέπασε αυτή τη γωνιά τούτο το σώμα που διψά». Και ατμόσφαιρα γίνεται πιο ερωτική «Της φυλακής μου πόρτα εσύ και αντικλείδι και γω μικρό στολίδι στον άσπρο σου λαιμό. Θα πω ένα τραγούδι σήκω να το χορέψεις, τα μάτια να μου κλέψεις για πάντα πριν χαθώ»!. Το μεγαλείο του έρωτα!
«Και τώρα θα παίξουμε ένα μικρό στιγμιότυπο αφιερωμένο στις πόλεις που μας φιλοξένησαν φοιτητές, ας πούμε Ηράκλειο Μπολόνια ένα τσιγάρο δρόμος. Πάμε!». Και αρχίζουν «Πριν το τέλος» της Λίνας Νικολακοπούλου και σε μουσική του  Lucio Battisti και με τους ελληνικούς στίχους και σε ιταλική εκτέλεση: «Στα τραγούδια που λέγαμε οι δυο μας οι φωνές χαμήλωσαν…» και «che anno è, che giorno è/ questo è il tempo di vivere con te… ».

Και να οι στίχοι του Ερωτόκριτου, του Βιτσέντζου ποιητή και στη γενιά Κορνάρου, τόσο ταιριαστοί με την ερωτική βραδιά: «Κι ήπαιρνεν το λαγούτο του και σιγανά επορπάτει κι έτσι τραγούδιενε γλυκά ανάρια στο παλάτι. Ήταν η χέρα ζάχαρη φωνή είχε σαν αηδόνι κάθε καρδιά που το γροικά κλαίει κι αναδακρυώνει….. Kάλλιά'χω εσέ με θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου, για σένα εγεννήθηκε στον κόσμον το κορμί μου….». «Θέλω τη μέρα που θα φύγεις», θα γράψει ο Οδυσσέας Ιωάννου, «απ’ το πρωί να μου γελάς κι όταν την πόρτα θα ανοίγεις να είναι σαν να μ’ αγαπάς». «Και θα σου φτιάχνω τραγουδάκια με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν», στίχοι του Νικόλα Άσιμου από τον «Μπαγάσα» στη συνέχεια, αλλά επιστρέφουν «αναπάντεχα» στον Ερωτόκριτο: «Και πάρε και τη ζωγραφιά που 'χα στ' αρμάρι μέσα, και τα τραγούδια όπου 'λεγα όπου πολύ σ' αρέσαν».

Και να «Ο Άμλετ της σελήνης»: «Ξεγέλασες τους ουρανούς με ξόρκια μαύρη φλόγα Πως η ζωή χαρίζεται χωρίς ν’ ανατραπεί… Και μια βραδιά που ντύθηκες ο Άμλετ της Σελήνης Έσβησες μ’ ένα φύσημα τα φώτα της σκηνής…». Μα «Πίσω απ’ το φως της μουσικής που ταξιδεύεις είσαι ολόκληρη αργεντίνικο ταγκό» από το τραγούδι «Δεν είμαι άλλος» και «Στου δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα σαν ξένος, σαν ξενάκι, σαν πάντα ξένος…», στίχοι από τον «Διάφανο», ώσπου έρχεται η ώρα του «Ακροβάτη»: «Για ιδέστε όλοι τον ακροβάτη που τραμπαλίζεται…».
«Τι να πώ!» μας λέει ο Πασχαλίδης, «πριν δέκα χρόνια σε μια συναυλία μου στο Θέατρο Βράχων, ήρθανε κόσμος και κοσμάκης, φίλοι και τραγουδήσαμε με πρώτο τον Θηβαίο από δω και…  ήρθε, λοιπόν, και ένας πιτσιρικάς τότε, ο οποίος διάλεξε να πει ένα παγκοσμίως άγνωστο τραγούδι μου… ένα τραγούδι που δεν το θυμόμουνα…. Ο πιτσιρικάς μεγάλωσε, πριν δέκα χρόνια, μαζί του μεγάλωσε και το τραγούδι μου, του το χρωστάω, αυτό είναι για τον κύριο Γιάννη Χαρούλη»: «Τα χάδια μου τα πέταξα στης λήθης το πηγάδι να μην τα βρουν οι αγκαλιές που βγαίνουνε σεργιάνι» σε παραδοσιακή μουσική της Κρήτης.

«Θα σας πω κάτι τώρα» συνεχίζει ο Πασχαλίδης. «Έτσι που βλέπω αυτό το κάστρο που ήρθε να πω ένα –το λέω από σπάνια έως ποτέ- αλλά αυτό μου βγάζει. Και ας μην είμαστε στα τοπωνύμια αυτά που περιγράφει το τραγούδι, αλλά αυτό μου ήρθε τώρα, αυτό θα παίξω» εκφράζει με αυθόρμητη ειλικρίνεια: «Γεια και χαρά σου Βενετιά» του Νίκου Γκάτσου και μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, γνωστό από τα χείλη του αθάνατου Νίκου Ξυλούρη: «Γεια σου χαρά σου Βενετιά βγήκα σε θάλασσα πλατιά και τραγουδώ στην κουπαστή σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί». Και ακούστηκε σε όλο το Κάστρο ολόγυρα και τραγουδούνε στις πλαγιές όλες οι μερακλήδικες καρδιές.

Και το επόμενο αφιερωμένο στους Χαΐνηδες: τι ρυθμός και τι στίχος! Μεγάλη η έμπνευση του στιχουργού και συνθέτη Δημήτρη Αποστολάκη! «Ήτανε όμορφο θαρρώ εκείνο τον παλιό καιρό το καπηλειό μου, γιαλός, καημός και τσικουδιά, βαρμένα μέσα στην καρδιά με τ’ όνειρό μου». Τραγούδι που σε ταξιδεύει, που γίνεσαι εσύ το πανί και κείνο το αεράκι και σε πάει μακριά «σε κάποια θάλασσα πλατιά» σε ονειρεμένες θάλασσες «στην αγκαλιά σου όνειρο βάρκα με πανιά να σεργιανίζω το ντουνιά με τα φιλιά σου».

Η Μιρέλα συνεχίζει με τη γλυκιά της φωνή και τραγουδά το «Αερικό» της Μελίνας Κανά: «Όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει», ο Θηβαίος αφιερώνει το επόμενο «στον Μίλτο του»: «πόσο πολύ σ’ αγάπησα ποτέ δε θα το μάθεις… Αιώνια θα το τραγουδώ κι εσύ δε θα το μάθεις, πως οι στιγμές που μου `δωσες αξίζουν μια ζωή» και ο Μίλτος αστειευόμενος σχολιάζει «ε, πες ότι τα ’χου με κιόλας. Είκοσι χρόνια το κρατάω μυστικό και μου αφιερώνει αυτό», για να συνεχίσει με τις υποσχέσεις της ζωής: «Δε μου υπόσχεσαι ζωή και θαύματα δεν κάνω, μα αν μου ζητάς λατρεία μου για σένα να πεθάνω και μία δεύτερη φορά σαν τον παλιό στρατιώτη θα πέθαινα αγάπη μου καλύτερα απ’ την πρώτη». Προχωρά και δηλώνει «Όσα κομμάτια κι μπορέσεις να ενώσεις δε θα σου φτάσουν μια στιγμή για να με νιώσεις. Στα είπα όλα Φίλα με τώρα».

Το τέλος πλησιάζει και ένα παραμύθι τώρα ίσως ταιριάζει, «Παραμύθι με λυπημένο τέλος», «Κάποτε γνώρισα μια λίμνη που ‘θελε να ‘ναι θάλασσα και κάθε που χαράζει την τρώει το μαράζι…». Ο κόσμος ξεσηκώνεται με επευφημίες και παλαμάκια, αλλά δεν σηκώνεται από τις θέσεις του. Περιμένει το τελευταίο. Πράγματι, το καλλιτεχνικό δίδυμο επιστρέφει και τραγουδά το ανεπανάληπτο «Μικρή πατρίδα»: «Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας, μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή, η γη μου εσύ ανάσα μου κι αέρας».
Η επί σκηνής συνεργασία αποδείχτηκε ερωτική και μαγική. Οι κινήσεις τους, τα λόγια τους, το ύφος τους όλα γεμάτα ενέργεια, ειλικρίνεια, συναίσθημα, συγκίνηση. Και τα παν όλα με όρεξη και μεράκι. Τραγούδια σταθμοί στην προσωπική τους καλλιτεχνική πορεία και βιώματα που τους έφεραν μαζί και στη ζωή και στην καριέρα τους.

Μας προσέφεραν αναμφισβήτητα μια υπέροχη βραδιά.  

Μαζί τους οι: Μιρέλα Πάχου (ακορντεόν, πιάνο, τραγούδι), Μάξιμος Δράκος (πιάνο – πλήκτρα), Δημήτρης Σινογιάννης (ηλ. κιθάρα), Δημήτρης Μουτάφης (μπάσο) και Ηλίας Δουμάνης (τύμπανα).

Ευαγγελία Ράπτου -  Στεργιούλα, Καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας - Δρ. Παν. Αιγαίου


Φωτορεπορτάζ: Ευριπίδης Θεοδοσίου