Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: «Η Δρακοντιά» του λιτοχωρινού Στάθη Κοψαχείλη

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

«Η Δρακοντιά» του Στάθη Κοψαχείλη

γράφει ο
Σωτήριος Δ. Μασταγκάς


Αρχής εξαρχής να το πούμε: η συλλογή διηγημάτων «Η Δρακοντιά» του λιτοχωρινού Στάθη Κοψαχείλη είναι ό,τι καλύτερο διαβάζεται τον τελευταίο καιρό, τουλάχιστον στο πεδίο της σύντομης μορφής. Ένα σύντομο βιβλίο, γεμάτο εξίσου σύντομες ιστορίες, που κυκλοφόρησε τελευταία από τις εκδόσεις Μελάνι.
Δεν ξέρουμε πόσο απασχόλησε τον συγγραφέα η επιλογή του τίτλου στο εξώφυλλο του βιβλίου, για να συνοδέψει τις ιστορίες του. Η δρακοντιά, κοινώς φιδόχορτο, είναι πολυετές βότανο που αυτοφύεται στο Λιτόχωρο στις άκρες αγροτικών δρόμων, σε φράκτες κλπ. Βγάζει ένα κόκκινο λουλούδι με κόκκινες ρώγες, οι οποίες είναι δηλητηριώδεις και έχουν δυσάρεστη οσμή. Είναι τοξικό για τον άνθρωπο και τα ζώα. Παλιά οι Λιτοχωρινοί το είχαν για γιατροσόφι. «… μου ήρθε στον νου ένας παλιός μας γείτονας, που έκανε τον πρακτικό γιατρό και συνήθιζε να χρησιμοποιεί τη δρακοντιά στις περισσότερες ασθένειες, θεωρώντας τη σχεδόν πανάκεια», γράφει στην ομότιτλη ιστορία του ο συγγραφέας.
Δώδεκα διηγήματα ανοικτά σε εικασίες ρίχνουν λοξές ματιές σε συναισθήματα και σκέψεις, παίζουν με τα βιώματα, τη μνήμη, τη φύση, τη νοσταλγία, την αγάπη και τον θάνατο. Χωρίς να καταργούν τον χώρο και τον χρόνο, συνθέτουν έναν κόσμο ανάμεσα στον μαγικό ρεαλισμό και την πραγματικότητα.
Ο διηγηματογράφος Στάθης Κοψαχείλης δεν έχει κανένα άγχος να αποτυπώσει την εποχή του, ξεκινώντας από κάποιο προαπαιτούμενο, αλλά φέρει επάνω του την εποχή και την κοινωνία στην οποία έζησε. Τα υπόλοιπα καθορίζονται από όσα έχει ακούσει. Κουβαλάει στα κείμενά του την προίκα του ανθρώπου που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην επαρχία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, που ήταν και παραμένει με το ένα πόδι στην όποια παράδοση έχει απομείνει και με το άλλο πατάει στις μαζικές νοοτροπίες της πόλης.
Άλλα κείμενά του αντλούν από τον μαγικό ρεαλισμό και το παράδοξο και άλλα έχουν περισσότερο ρεαλιστικό χαρακτήρα. Σε μια ονειρική διάσταση ξεχωρίζουν πρόσωπα και ήρωες, όπως ο Καζάκης, ο Σπιώτης, ο Μπατόλιος, ο Ποτούλας, ο Υετίων, ο Παγάνας, ο Τσέργας, ο Χρόνης, η Ζηριώτισσα κ.ά., ενδιαφέροντες χαρακτήρες του παλιού Λιτοχώρου, αν και όχι εξεζητημένα διαφορετικοί. Ήρωες με σάρκα και οστά, εικόνες και μνήμες, συναισθηματική ωριμότητα, αριστοτεχνική ισορροπία ανάμεσα στα πρόσωπα και στο φυσικό περιβάλλον, όπως το Βακούφικο, τα Κατούνια, ο Αντάρτης, η Μαύρη Πέτρα, το γεφύρι του Μαυρωτά, το πηγάδι του Κανέλλη, της Καλής η Τρύπα, ο Αγιάννης κλπ.
Το κυριότερο είναι η δυναμική που διαπερνάει τη γραφή του Στάθη Κοψαχείλη. Έχει οξεία παρατηρητικότητα και ύφος πρωτότυπο. Επιστρατεύει τεράστια αποθέματα δημιουργικότητας σε αφηγηματικές τεχνικές, οι ιστορίες του, πότε απροσδόκητες και πότε προσγειωμένες, συγκροτούν μια εντελώς σύγχρονη αντίληψη. Γράφει χωρίς επιτήδευση, σωστά, στρωτά και πυκνά. Είναι μαέστρος στους διαλόγους, με μια πολύ πειστική προφορικότητα όταν πρόκειται για μονολόγους. Με τα διηγήματά του δεν κάνει καμιά φευγάτη λογοτεχνία, δεν λέει κάτι συγκλονιστικά καινούργιο, αλλά βλέπει με διεισδυτική ματιά τις παλιές βιωματικές καταστάσεις, που όπως δείχνει τον συνοδεύουν ακόμη.
Συνήθως, σε μια συλλογή διηγημάτων ο αναγνώστης σε κάποια έχει μεγαλύτερη αδυναμία απ’ ορισμένα άλλα. Από τα εν γένει άριστα γραμμένα αυτά διηγήματα ξεχώρισα τέσσερα: «Καφέ-μπαρ “Τα κουκλάκια”», «Η Δρακοντιά», «Το αυγό» και «Σφακτό». Με συγκίνησαν περισσότερο και για το θέμα και για τη γραφή και για πως τα κλείνει.
Ο ιδιότυπος ρεαλισμός του Στάθη Κοψαχείλη στοιχειώνει όχι μόνον τους χαρακτήρες των κειμένων του, αλλά και εμάς τους αναγνώστες. Ακόμα και όταν τραβάει τη φαντασία του στα άκρα, παραμένει συνεπής μέσα στον παράδοξο κόσμο που στήνει. Είμαστε περίεργοι να δούμε, μετά «Τη Δρακοντιά», ποιο θα είναι το επόμενο βιβλίο του, προς τα πού και πώς θα κινηθεί ο χαρισματικός αυτός διηγηματογράφος. Μας έχει καλομάθει.