Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Bίντεο απο προσγείωση ελικοπτέρου ΑΒ-212 στην Φρεγάτα Ναυαρίνο F-461

Bίντεο απο προσγείωση ελικοπτέρου ΑΒ-212 στην Φρεγάτα Ναυαρίνο F-461 εδώ:



    Θα ήθελα να σαs μεταφέρω μία εμπειρία ενόs ωραίου άνδρα (του Αντιναυάρχου ε.α. Κωστή Γκορτζή )στην μνήμη των 3 παλληκαριών
που χάθηκαν σήμερα τα ξεμερώματα 11-2-2016 και αγναντεύουν πλέον από ψηλά το γαλάζιο τηs Ψυχήs μαs. Kαλό αντάμωμα Αδέρφια...

Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μας που μας σημαδεύουν ανεξίτηλα. Όσοι έχουν υπομονή, ας γνωρίσουν μία από αυτές που σημάδεψαν τη δική μου
Παλιόκαιρος. Το μέτωπο ήρθε απ’ τον Βορρά με καταιγίδες, χαμηλά σύννεφα, υγρασία και ορατότητα κάπου-κάπου στο μηδέν.
Κι η κωλογρίπη ν’ ανατριχιάζει το σβέρκο, στο 39 το θερμόμετρο, ανάσκελος στο κρεβάτι τρεις κουβέρτες παρακάτω…
Ώρα έξη το απόγευμα. Ένα δροσερό χεράκι με σπρώχνει προσεκτικά. «Μπαμπά, σε ζητούν στο τηλέφωνο» λέει ο γιος, πέντε χρονών, «η μαμά είπε ότι είσαι άρρωστος, αλλά είναι πείγο». «Επείγον» ρε μπαγάσα! Μουγκρίζω και σηκώνω το ακουστικό.
«Καλησπέρα, συγνώμη για την ενόχληση, είμαι ο Αξιωματικός Φυλακής και έχουμε ένα κότερο ξυλάρμενο στον καβοντόρο που έστειλε SOS και το ΓΕΝ μας ρωτάει αν μπορούμε να πετάξουμε. Τους είπα ότι ο καιρός είναι απαγορευτικός με μικρά διαστήματα καλυτέρευσης.»
«Ποιοι χειριστές έχουν βάρδια;» ρωτάω.
«Ο Γιώργος Μ κυβερνήτης και ο Γιώργος Σ συγκυβερνήτης» μου απαντάει.
«Δώσε μου τον Μ στο τηλέφωνο» «Καλησπέρα, μόλις ξαναμίλησα με το ΓΕΝ» λέει ο Μ και «ένα κότερο έφυγε από Νάξο για Βόλο, ζεύγος πενηντάρηδων, η έγκυος κόρη τους και ο γιος της πέντε χρονών. Μόλις καβατζάρανε το καβοντόρο μείνανε ξυλάρμενοι και πάνε για τα βράχια. Μιλάνε στο Βι ειτς εφ με το Λαύριο»
«Πώς σου φαίνεται ο καιρός Γιώργη;»
«Δε μου φαίνεται, αλλά έχει κάτι τρύπες, μπορούμε να δοκιμάσουμε, πέντε χρονών είναι ρε γαμώ το»
«Εντάξει Γιώργη, πέστε στο ΓΕΝ ότι απογειώνεστε σε δέκα λεπτά, σηκωθείτε για την περιοχή, κι έρχομαι κι εγώ στη Βάση, θα επικοινωνήσουμε στον ασύρματο σε τρία τέταρτα»
«Εντάξει, φύγαμε»
Μιλώντας στο τηλέφωνο, ήδη είχα ντυθεί, φόρμα –αρβύλες, ο μικρός γιος με κοίταζε περίεργα, και η γυναίκα μου με καρτερία. Ίσα που χάιδεψα τα μαλλάκια του, μην τον κολλήσω κι αυτόν καμιά γρίπη, έστειλα ένα φιλί στη συμβία και έτρεξα τις σκάλες δυο δυο. Το Φιεστάκι, περιέργως, πήρε μπρος με τη μία και ξεχύθηκε προς την Πεντέλη. Χαμός. Η λεωφόρος Πεντέλης ένα ποτάμι ορμητικό, οι υαλοκαθαριστήρες δεν προλάβαιναν να καθαρίσουν το νερό, «πού στο διάολο τους έστειλα αυτούς τώρα;» αναρωτήθηκα αλλά για μια στιγμή μόνο. Ήταν και οι δυο έμπειροι. Από τους καλύτερους. «Το παιδάκι. Το παιδάκι. Καλά αυτοί ήξεραν που πήγαιναν. Ξεράδια τους. Το παιδάκι και την έγκυο, γιατί τους πήραν μαζί; Μια βδομάδα είναι ο καιρός έτσι, γαμώ το. Το παιδάκι ρε γαμώ το»
Το Φιέστα ήξερε τον δρόμο απ’ έξω κι ανακατωτά. Ορατότης μηδέν στον Διόνυσο. Βροχή μετά χαλάζι και μετά βροχή. «Πού τους έστειλα ρε γαμώ το. Αλλά είναι άσσοι και οι δυο. Για να δούμε.»
«Για να δούμε, όμως, πρέπει να φτάσουμε εμείς πρώτα στη Βάση είπα στο αυτοκινητάκι μου», σε κάποιον έπρεπε να μιλάω για να μη με αποπροσανατολίσει ο παλιοπυρετός, εξάλλου πάντοτε αυτό με άκουγε και δεν με πούλησε ποτέ, ούτε τώρα με τη λεωφόρο Μαραθώνος να θυμίζει τον Πηνειό όταν λιώνουν τα χιόνια. Σε μισή ώρα ακριβώς μ’ έφερε στην πόρτα του Θαλάμου Επιχειρήσεων και όρμηξα στον ασύρματο.
«21, η Βάση, μ’ ακούς;» «Δυνατά καθαρά, είμαστε από πάνω από το κότερο και μιλάμε στην άλλη συχνότητα μαζί του. Για να τους πάρουμε πρέπει να πέσουν στη θάλασσα ή να σπάσουν το κατάρτι γιατί αλλιώς θα κινδυνέψουν κι αυτοί κι εμείς. Έχει τρομακτικό κυματισμό και κουνιέται σαν καρυδότσουφλο. Θα προσπαθήσω να τους δώσω το συρματόσχοινο για να δέσουν τουλάχιστον τον πιτσιρικά και να τον αφήσουν στη θάλασσα με το σωσίβιο για να τον πάρουμε επάνω. Είναι τρομαγμένοι, όμως και δεν πολυκαταλαβαίνουν.»
«ΟΚ, μείνετε από πάνω τους, και δίνετέ τους κουράγιο. Μόλις μας είπε το ΓΕΝ ότι ένα μεγάλο επιβατηγό πλοίο προσεγγίζει το στίγμα. Κι ένα αντιτορπιλικό αλλά αυτό θ’ αργήσει λίγο»
«Ναι, το βλέπουμε το επιβατηγό, σε λίγο θα είναι εδώ, εμείς μπορούμε να παραμείνουμε μισή ώρα ακόμη.»
Στην άλλη συσκευή ακούω τη συνομιλία του Ελικοπτέρου με το κότερο. Οι χειριστές καθησυχάζουν την κόρη που ζητάει συνεχώς να βοηθήσουν το παιδί της. Η απόγνωση της μάνας είναι συγκλονιστική. Όλοι στον Θάλαμο Επιχειρήσεων είναι αμίλητοι και κοιτώντας τους στα μάτια νομίζω ότι όλοι είναι εκεί με το ελικόπτερο, πάνω από τη μάνα και το παιδί. Ήρθαν και αυτοί που είχαν χθες βάρδια για να υπάρχει και άλλο πλήρωμα έτοιμο.
«Βάση από 21, το επιβατηγό έφτασε και μανουβράρει για να κόψει τον καιρό και να μαζέψει τους ανθρώπους απ’ το κότερο. Εμείς πρέπει να φύγουμε γιατί τελειώνει και το καύσιμο.»
«Ο.Κ. Μίλα με τον καπετάνιο του επιβατηγού και αν έχει τον έλεγχο της κατάστασης φύγε.»
«Βάση από 21, μίλησα με τον καπετάνιο και μου είπε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, σε πέντε λεπτά θα τους πάρει επάνω. Εγκαταλείπω περιοχή και επιστρέφω στη Βάση.»
«Ελικόπτερο μη φεύγεις σε παρακαλώ» ακούγεται από την άλλη συσκευή η φωνή της νεαρής μάνας. «Μην ανησυχείς καλή μου, το μεγάλο πλοίο θα σας πάρει σε λίγο επάνω» απάντησε ο Γιώργης.
Το 21 προσγειώθηκε νύχτα πια μέσα σε μια κόλαση βροχής και χαλαζιού. Δυο εξαντλημένοι πιλότοι, με τις φόρμες τους κολλημένες όχι από το νερό αλλά από τον ιδρώτα, σωριάστηκαν στις καρέκλες του Θαλάμου. «Γαμώ το να μην καταλαβαίνουν τι πρέπει να κάνουν, θα πρέπει να τους το διδάσκουν στις σχολές ιστιοπλοΐας, αλλά ευτυχώς που ήρθε ο εμπορικάντζας» είπε ο Γιώργης. «Καλά αφεντικό, τέτοιο καιρό δεν ματάδαμε μέχρι τώρα. Φτερό στον άνεμο ήμασταν»
«Τέλος καλό. Όλα καλά» λέει ο άλλος Γιώργης. Και σηκώνει το τηλέφωνο που ήταν δίπλα του. Κι ασπρίζει.
Αρπάζω το ακουστικό, ο αξιωματικός από το ΓΕΝ δεν μπορεί καλά καλά να μιλήσει. «Χάθηκαν» μου λέει «Ποιοι, πώς» «το εμπορικό αντί να τους τραβήξει επάνω με σχοινιά, κατέβασε τον καταπέλτη πρύμα και αναπόδισε για να τους πλησιάσει. Ένα κύμα σήκωσε τον καταπέλτη και τους καπάκωσε, το κότερο έγινε κομμάτια και όλοι χάθηκαν στη θάλασσα. Αεροπλάνο δεν πετάει με τέτοιο καιρό, ούτε ελικόπτερο φαντάζομαι, έφτασε στην περιοχή το αντιτορπιλλικό και ψάχνει…» Κλείνω.
Παγωμάρα στον Θάλαμο. «Ελικόπτερο μη φεύγεις» ηχώ μαχαιριά στο μυαλό στην καρδιά. Δάκρυα στα σκυμμένα στο πάτωμα μάτια. «Κάνατε ό,τι μπορούσατε Γιώργηδες, αυτό που δεν μπορεί να κάνει κανείς άλλος ένστολος ή μη στην Ελλάδα, πονάει πολύ το ξέρω, τραβάτε για μπάνιο και ύπνο». Δεν πρόλαβαν να πάρουν τις κάσκες τους στα χέρια όταν ο ασύρματος ούρλιαξε. «Βοήθεια. Είμαι ο κυβερνήτης του αεροναυαγοσωστικού Α (σημ: μικρό περιπολικό σκάφος). βρισκόμαστε βορειοανατολικά της Κύθνου, μπάζουμε νερά, δεν έχουμε πηδάλιο, χανόμαστε, βοηθήστε όποιος ακούει»
Πιάνω το τηλέφωνο. «Τον Διευθυντή Επιχειρήσεων» «Έλα, τι έχουμε;» «Κύριε Διευθυντά στη συχνότητα ανάγκης έχω το τραμπάκουλο το αεροναυαγοσωστικό που λέει το και το. Βορειοανατολικά της Κύθνου.» «Τώρα μάλιστα, στέλνω και το άλλο αντιτορπιλικό κατά κει αλλά θα κάνει ώρες να πάει, μπορείτε να πετάξετε να μας πείτε πού ακριβώς είναι;»
«Ξέρετε ο καιρός είναι πολύ έξω από τα όρια των κανονισμών…» ξεκίνησα να λέω όταν ο ασύρματος άρχισε πάλι να τσιρίζει «για όνομα του Θεού, θα πνιγούμε όλοι, δεν ταξιδεύεται το σκάφος, βοηθείστε όποιος ακούει» «αλλά τα δικά μας όρια είναι ακόμη ανοιχτά. Θα προσπαθήσουμε τουλάχιστον» συμπλήρωσα. «Εντάξει Κ, βγάζω τη διαταγή, ο Αρχηγός ανησύχησε πολύ με την προηγούμενη πτήση αλλά θα τον πείσω».
Οι δυο έμπειροι χειριστές, μουσκεμένοι με κοιτούσαν. Οι δυο νεότεροι, αυτοί που είχαν βάρδια χθες, επίσης. Ο παλιότερος ο Γιώργης με κοίταζε μιλώντας με τα μάτια «μην κάνετε αυτό που σκέφτεστε, πέστε να πάω εγώ». Βομβαρδισμός στο κουρασμένο μου μυαλό. Είμαι ο παλιότερος και εμπειρότερος. Ο δάσκαλος και των τεσσάρων. Που τους έμαθα να μην παίζουν με τη ζωή των άλλων όταν δεν είναι εκατό τα εκατό υγιείς. Και ξέρουν ότι έχω πυρετό. Οι δυο Γιώργηδες έχουν εξαντληθεί. Και οι νεότεροι; Ο Άρης, αξιολογήθηκε για κυβερνήτης την περασμένη εβδομάδα. Και ο Κώστας συγκυβερνήτης πριν ένα μήνα. Και τους δυο τους «ξετίναξα» πριν να τους αξιολογήσω. Και οι δυο με το ίδιο με μένα πάθος για τα Ελικόπτερα. Αλλά είναι άπειροι.
«Ετοιμάστε το ελικόπτερο» λέω στους μηχανικούς. Κοιτάω τον Γιώργη. Μου γνέφει «όχι μη τους στείλετε». Κοιτάω τον Άρη. Το μάτι του γυαλίζει. Η σκέψη του ολοφάνερη «σας παρακαλώ, εμπιστευθείτε μας».
«Άρης, Κώστας, ορμάτε και τσεκ στον ασύρματο κάθε 15 λεπτά. Οι καταιγίδες φαίνονται στο ραντάρ του ελικοπτέρου, κρατηθείτε μακριά τους. Παίρνετε τον Χρήστο μαζί σας που δεν έχει βάρδια αλλά είναι ο εμπειρότερος στο ραντάρ».
Οι χειριστές χάνονται στο σκοτάδι της πίστας και σε λίγο ο θόρυβος από το ελικόπτερο σιγά σιγά σβήνει κι αυτός μέσα στην άβυσσο της ομίχλης και της καταρρακτώδους βροχής. «Ίσα που το είδα στον διάδρομο» μας λέει ο Πύργος.
Πιάνω το μιλητήρι και καθησυχάζω τον κυβερνήτη του μικρού πλοίου που ήταν σε απόγνωση. «Κρατηθείτε με ψυχραιμία, ένα ελικόπτερο έρχεται να σας βρει και ένα αντιτορπιλικό ξεκίνησε για να σας βοηθήσει. Αγάντα καπετάνιε και δώσε κουράγιο στο πλήρωμα.»
Τι νύχτα κι αυτή, σκέφτομαι. «Έλα πάπα νοβέμπερ 24, έλεγχος επαφής» «Δυνατά καθαρά το 24» «Πώς πάτε;» «Της πουτάνας γίνεται, πηγαίνουμε ελίγδην για να αποφεύγουμε τις καταιγίδες αλλά μερικές φαίνεται μας αγάπησαν και μας ακολουθούν!» Καλαμπουρτζής και ο Άρης, μάλλον το άγχος του έπνιγε έτσι.
Πέρασε μιάμιση ώρα και το 24 κάθε 15 λεπτά ανέφερε τη θέση του και τις συνθήκες πτήσης από «άθλιες», «εξωπραγματικές», «κόλαση». «Το βρήκαμε» φωνάζει ο Άρης ξαφνικά, «είναι δεκαπέντε μίλια νοτιοδυτικά της Κύθνου, όχι βορειοανατολικά όπως λέει, μάλλον τα ‘χει χάσει, φυσιολογικό είναι με τέτοιο κωλόκαιρο» «ΟΚ να αναφέρεις τη θέση του στο αντιτορπιλικό που περνάει τώρα το Σούνιο και ξεκίνα για πίσω, με προσοχή» «Ελήφθη κατενοήθη από 24, άντε να δούμε γιατί στο ραντάρ είμαστε περικυκλωμένοι από καταιγίδες και ο Χρήστος με το ραντάρ μας πάει σλάλομ..» «μη ξεχνάς, κάθε 15 λεπτά αναφορά».
Είκοσι λεπτά μετά, το ελικόπτερο 24 δεν είχε αναφέρει.
«24 η Βάση μ’ ακούς;» Σιωπή.
Δέκα λεπτά αργότερα «24 η Βάση μ’ ακούς;» Σιωπή.
Πέντε λεπτά μετά «Άρη, μ’ ακούς γαμώ τον Αντίχριστό μου;» Σιωπή. Βροντερή.
Ο Γιώργης –σιγά μην είχαν πάει για ύπνο- με κοιτούσε σχεδόν απελπισμένα. Μου λεγε σιωπηλός «στα ‘λεγα εγώ, μην τους στείλεις». Απέφυγα το βλέμμα του.
«Άρη, αν μ ‘ακούς κάνε κλικ στο χειριστήριο». Σιωπή.
«Ετοιμάστε το 21» φωνάζω στους μηχανικούς. Πύργος, πάρε το ΓΕΝ και πες τους ότι χάσαμε την επαφή με το 24 και σηκωνόμαστε για την περιοχή. Γιώργη, άλλαξε φόρμα και φύγαμε οι δυο μας.»
Χίλιες εικόνες, καθόλου όμορφες στροβιλίζονταν στο καυτό από τον πυρετό μυαλό μου. Αυτοί, τα παιδιά μου, δεν φταίνε. Εγώ φταίω ο μαλάκας που τους άφησα να πάνε, αλλά και το παιδάκι, το καράβι, ο απελπισμένος καπετάνιος, η γυναίκα του Άρη, τα παιδιά τους, αλλά όχι ρε γαμώ το, δεν μπορεί, κι οι δυο είναι σπάνια πάστα χειριστών, ναι αλλά είναι άπειροι ηλίθιε, συγκεντρώσου τώρα σ’ αυτό που πας να κάνεις. Βγαίνοντας στο σκοτάδι, μια ακόμη καταιγίδα ξεσπούσε στη Βάση και μέσα στην ομίχλη ο ταλαίπωρος μηχανικός κρατούσε με όλη του τη δύναμη το στροφείο μη το τινάξει ο αέρας και πάθει ζημιά. Ο Γιώργης χώθηκε βιαστικά στη θέση του συγκυβερνήτη κι αρχίσαμε να δένουμε τις ζώνες μας.
Έκανα σήμα στον μηχανικό ότι είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε τον κινητήρα όταν κάποιος κτύπησε το τζάμι της πόρτας. «Μας πήραν από το Ελληνικό, η Αθήνα ακούει το 24, εμείς δεν το ακούμε γιατί παρεμβάλλονται οι καταιγίδες, είναι στο Πόρτο Ράφτη και σε δέκα λεπτά προσγειώνεται εδώ.
Κατέβηκα και σαν ρομπότ ξαναμπήκα στον Θάλαμο επιχειρήσεων. Σε λίγο ακούστηκε ο γλυκύτερος ήχος που είχα ακούσει μέχρι τότε. Το 24 προσγειωνόταν.
Τους έβαλα όλους όσους είχαν βάρδια σε δυο σειρές και όταν οι δύο χειριστές έκαναν να μπουν μέσα, υπέστησαν το ρωσικό μαρτύριο με απανωτές σφαλιάρες. Έτσι για να ηρεμήσουμε.
Ο Άρης ενημέρωσε για την πτήση. Μιλήσαμε με το ΓΕΝ και μας είπαν ότι το αντιτορπιλικό μιλάει με το μικρό περιπολικό, όλα ΟΚ. Όλα; Τίποτα δεν ήταν ΟΚ. Το μυαλό μας δεν χωρούσε την προηγούμενη τραγωδία και κανείς δεν είχε όρεξη για πανηγύρια. Πήγε τρεις και κάτι (μετά τα μεσάνυχτα) όταν είπα σ’ όσους δεν είχαν βάρδια να πάνε για ύπνο. Σηκωθήκαμε όλοι αμίλητοι και φεύγαμε όταν πάλι κτύπησε το τηλέφωνο του ΓΕΝ. Τι έγινε πάλι γαμώ την ατυχία μας, άκουσα κάποιον απ’ την πόρτα. Ο άλλος Γιώργης ξανασηκώνει το τηλέφωνο, ακούει σιωπηλός και το πρόσωπό του αυτή τη φορά φωτίζεται. «ΤΟΥΣ ΒΡΗΚΑΝ» φωνάζει. «Βρήκαν τη μάνα και τον γιο αγκαλιά, ο ύπαρχος του αντιτορπιλικού έπεσε στη θάλασσα και τους μάζεψε, είναι πάνω στο καράβι τώρα και τους περιποιείται ο γιατρός». (σημ: Πρώτος στη θάλασσα έπεσε ο Σημαιοφόρος Μ.Γατζούνης και μαζί του ο δίοπος Λάζαρος Μπρέσκας όπως διευκρινίστηκε αργότερα)*. Πανηγύρι. Δεν μπορώ να βρω τις λέξεις για να εκφράσω τα νιώσματα όλων εκείνη τη στιγμή. Για πότε βρέθηκαν μπύρες, μπισκότα, σάντουιτς και λοιπά καλούδια για γιορτή κατά πώς πρέπει μετά την πάλη με τον θάνατο…
Πέντε και κάτι. Ακόμα κι οι καταιγίδες καταλάγιασαν. Μόνο μια ψιλή βροχή, σαν εκείνες τις πένθιμες της Μεγάλης Παρασκευής στον Επιτάφιο, εξακολουθούσε να πέφτει ενοχλητική. Όλοι πήγαν για ύπνο. Έπιασα το τηλέφωνο και ζήτησα τον Διευθυντή Επιχειρήσεων του ΓΕΝ.
«Κύριε Πλοίαρχε, έχουμε τίποτ’ άλλο; Έστειλα τον κόσμο για ύπνο γιατί ξεπατώθηκαν» «¨Όχι, και μπράβο σ’ όλους σας. Αλλά θα σας στενοχωρήσω» μου λέει. «Πριν από πέντε λεπτά μου ανέφερε το αντιτορπιλικό ότι ο πεντάχρονος πέθανε από υποθερμία παρά τις προσπάθειες του γιατρού. Έμεινε βλέπεις πάνω από έξη ώρες στα κύματα χώρια την προηγούμενη ταλαιπωρία.»
Έκλεισα το τηλέφωνο. Σύρθηκα στο Φιεστάκι μου και χάιδεψα το τιμόνι. «Πήγαινέ με σπίτι, γρήγορα σε παρακαλώ.» του είπα.
Ξημέρωνε καθώς γύριζα το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού. Η Νανά ήταν όρθια και με κοιτούσε. Σαν να ήξερε. Έτρεξα στο κρεβάτι του γιου μου και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου. Τον έσφιγγα όσο μ’ έσφιγγε ο κόμπος στον λαιμό.
Και δεν ήταν ο γιος μου αυτός που έσφιγγα… Γιατί ρε γαμώ το….
* Σημ: Οι διασώστες από το αντιτορπιλικό ΑΣΠΙΣ, Σημαιοφόρος Μ.Γατζούνης και Δίοπος Λ.Μπρέσκας τιμήθηκαν από το Π.Ν. καιτην Ακαδημία Αθηνών για «πράξη αυτοθυσίας» στις 29-12-1989.΄΄

Με εκτίμηση

Κωνσταντίνος Κορομπίλης

0030-23510-34288
0030-6972-507281

ΣΧΟΛΗ ΓΟΝΕΩΝ
ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ