Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

«Μάλλον φταίει το κρασί που δεν πεθαίνω»


O Σταμάτης Μωραΐτης είναι ανυπόμονος. Δεν έχει καιρό για χάσιμο: «Θέλετε κάτι άλλο; Γιατί έχουμε να μαζέψουμε ελιές με τον εγγονό μου, για να φτιάξουμε λάδι, προτού πέσει ο
ήλιος» λέει με την όχι και τόσο κουρασμένη φωνή του και βιάζεται να φύγει. Ο Σταμάτης Μωραΐτης είναι 98 χρόνων. Ισως και 102. Δεν ξέρει ακριβώς και δεν τον νοιάζει ιδιαίτερα. «Γεννήθηκα στην Ικαρία, στο χωριό Μονοκάμπι το 1914, σύμφωνα με την ταυτότητά μου, αν και μια θεία μου, λίγο πριν πεθάνει, μου είχε πει ότι η χρονολογία γεννήσεώς μου είναι το 1910. Σε κάθε περίπτωση, είμαι πολύ μεγάλος για να ασχολούμαι με τέτοια πράγματα» λέει στο ΒΗmagazino όταν διηγείται για άλλη μια φορά την ιστορία μιας ζωής η οποία θα μπορούσε να γίνει το θέμα μιας συγκινητικής ταινίας, από εκείνες που βλέπεις και σκέφτεσαι ότι αυτά συμβαίνουν μόνο στο σινεμά. Συμβαίνουν, όμως, στην Ικαρία.
Ο Μωραΐτης είναι το πρόσωπο που ενέπνευσε την πρόσφατη αγάπη των Αμερικανών προς την Ελλάδα. Η ιστορία του έφτασε στους «Νew York Times», που δημοσίευσαν άρθρο για τους ανθρώπους οι οποίοι αρνούνται να πεθάνουν. Ο κύριος Σταμάτης είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Πριν από 36 χρόνια, ενώ εργαζόταν στο Μπόιντον Μπιτς στη Φλόριδα, διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα. Οι γιατροί εκεί του έδωσαν μόλις έξι μήνες ζωής, ωστόσο εκείνος αρνήθηκε να υποβληθεί σε χημειοθεραπείες και φαρμακευτική αγωγή. Επέστρεψε στη γενέτειρά του την Ικαρία για να απολαύσει τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Σήμερα ζει μόνος του στο πέτρινο σπίτι του στο νησί, καθώς έχασε τη γυναίκα του Ελπινίκη πριν από δέκα μήνες, χαίρει άκρας υγείας και, κάνοντας ένα διάλειμμα από τις εργασίες στους αμπελώνες και στον κήπο του, μοιράστηκε την ιστορία του.
Στις αρχές του 1930 εγκατέλειψε το χωριό του στην Ικαρία, ολοκλήρωσε τη θητεία του στον στρατό και στη συνέχεια τον μετέφεραν στο πολεμικό ναυτικό. Λίγο προτού ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν πίσω στην Ικαρία. «Οταν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ήρθαν εδώ, με έναν φίλο μου πήραμε μια βάρκα και ξεφύγαμε από την Ικαρία με προορισμό την Τουρκία. Επρεπε να είναι βράδυ, επειδή δεν άφηναν εκείνη την εποχή κανένα πλοίο ή βάρκα να περάσει χαμηλότερα από την Ικαρία. Το επόμενο πρωί είχαμε φτάσει σε διεθνή ύδατα και κρυβόμασταν. Από εκεί οι Βρετανοί μάς πήραν και μας πήγαν στη Δαμασκό, στη Συρία. Και από εκεί, με τους υπόλοιπους πρόσφυγες πολέμου, μας έβαλαν στην υπηρεσία στην Αίγυπτο και σε άλλα μέρη».
«ΕΧΕΙΣ ΕΞΙ ΜΗΝΕΣ ΖΩΗΣ»
Το 1943, ακολουθώντας το κύμα μετανάστευσης μακριά από την κατεστραμμένη Ευρώπη, πήγε στις ΗΠΑ προκειμένου να θεραπευτεί από τραύματα στο μπράτσο του κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εγκαταστάθηκε στο λιμάνι Τζέφερσον της Νέας Υόρκης, ένα καταφύγιο νησιωτών από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ικαρία. Επειδή έπιαναν τα χέρια του, παρακολούθησε μαθήματα σε νυχτερινό σχολείο για να μάθει πως να αναμειγνύει μπογιές και χρώματα και αργότερα εργάστηκε εκεί, κάνοντας ανακαινίσεις και βάφοντας δημόσια κτίρια και σπίτια: «Το 1943 γνώρισα την γυναίκα μου Ελπινίκη, παντρευτήκαμε και ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Ζήσαμε 69 ολόκληρα χρόνια μαζί. Ηταν Ελληνοαμερικανίδα, αλλά πρώτη φορά εγώ την έφερα στην Ελλάδα. Μείναμε πολλά χρόνια στο Λονγκ Αϊλαντ στη Νέα Υόρκη και μετά μετακομίσαμε στη Φλόριδα. Η γυναίκα μου έμενε στο σπίτι και φρόντιζε τα παιδιά. Εχω τρία παιδιά, τον Γιάννη, τη Μαρία και τον Γιώργο, οκτώ εγγόνια και τέσσερα δισέγγονα και είμαι πολύ σίγουρος ότι θα δω και τρισέγγονα!».
Ωστόσο, μια ημέρα του 1976, ο Σταμάτης Μωραΐτης ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Του ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανεβαίνει σκάλες και, δεδομένου ότι η εργασία του ήταν χειρωνακτική, έπρεπε να παραιτηθεί. Υποβλήθηκε σε μια σειρά εξετάσεων και ακτινογραφιών, οι οποίες απέδειξαν ότι είχε καρκίνο του πνεύμονα. Οι αμερικανοί γιατροί τού έδωσαν το πολύ έξι με εννέα μήνες ζωής. Αποφάσισε να επιστρέψει στην Ικαρία, όπου θα μπορούσε να ταφεί πλάι στους γονείς του. Ετσι, μετακόμισε μαζί με την Ελπινίκη στο πατρικό του, ενώ η μητέρα και η γυναίκα του τον φρόντιζαν. Οταν οι παιδικοί του φίλοι ανακάλυψαν ότι είχε επιστρέψει στο νησί, άρχισαν να τον επισκέπτονται κάθε απόγευμα. Η καθημερινότητά του άλλαξε σταδιακά. Οι φίλοι του έρχονταν, μιλούσαν για ώρες, γελούσαν και δεν σκέφτονταν τον θάνατο. Ηταν μια ευχάριστη συνήθεια που συνοδευόταν από καλό κρασί ντόπιας παραγωγής. Σκέφτηκε ότι έτσι τουλάχιστον θα «έφευγε» ευτυχισμένος.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΖΩΙΑΣ
«Περίμενα να πεθάνω, αλλά απλώς δεν συνέβαινε. Αρχισα να ασχολούμαι πάλι με τον κήπο μου, φύτεψα λαχανικά, χωρίς να περιμένω ότι θα ζήσω για να τα φάω, απλώς μου άρεσε να δουλεύω στον καθαρό αέρα. Οι έξι μήνες, λοιπόν, πέρασαν και αποφάσισα να καθαρίσω και τους αμπελώνες των γονιών μου. Ξυπνούσα αργά, δούλευα στους αμπελώνες μέχρι το μεσημέρι και μετά το φαγητό ξεκουραζόμουν. Τα βράδια περπατούσα ως την ταβέρνα όπου έπαιζα “πόρτες” και έπινα κρασί με φίλους μέχρι τα μεσάνυχτα».
Κάπως έτσι, λοιπόν, πέρασαν τα χρόνια και η υγεία του συνέχισε να βελτιώνεται. Πρόσθεσε μερικά δωμάτια στο σπίτι των γονιών του, για να μπορούν να τον επισκέπτονται τα παιδιά του, και σε ένα ταξίδι του στις ΗΠΑ αποφάσισε να βρει τους γιατρούς που είχαν κάνει τη διάγνωση και να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί.
«Οταν επέστρεψα να δω τους γιατρούς μου, ανακάλυψα ότι όλοι είχαν πεθάνει. Δεν μπορούσε κανένας να μου το εξηγήσει. Γι’ αυτό τώρα έρχονται και με επισκέπτονται διάφοροι γιατροί και επιστήμονες να δουν πώς ζω και τι τρώω για να καταλάβουν πώς έγινα καλά. Τους εξηγώ, λοιπόν, αυτό που θα πω και σε εσάς: τρέφομαι με τρόφιμα ντόπιας παραγωγής, με λαχανικά που φυτεύω στον κήπο μου, αρκετό ψάρι και λίγο κοτόπουλο. Το πρωί δεν πίνω καφέ, αλλά φασκόμηλο με αγνό ικαριώτικο μέλι. Αλλά εγώ νομίζω ότι το σημαντικότερο πράγμα που με κρατάει δυνατό είναι το κρασί που φτιάχνω μόνος μου και πίνω αρκετό, για να πω την αλήθεια» λέει στο ΒΗmagazino ένας άνθρωπος που βιάζεται να φύγει. Να φύγει για να ζήσει λίγο ακόμη, απολαμβάνοντας με τους όρους του μια ζωή που ο ίδιος έχει επιλέξει.